Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η ΠΡΟΒΑ.

Η ΠΡΟΒΑ

Ο Εμμανουήλ μπαίνει κρατώντας ένα ταψί. Είναι ανήσυχος. Κοιτάζει γύρω του και έπειτα ακουμπάει το ταψί στο πάτωμα.

Αα ρε μάνα, ααα ρε μάνα! Έχω τις εξετάσεις της Υποκριτικής να σκέφτομαι, θα έχω και εσένα. Λες και δεν μπορούσες να δώσεις το ταψί στην θεία την Κούλα όταν θα έρθει στην Κρήτη το καλοκαίρι…
Πραγματικά, σαν να την βλέπω μπροστά μου…


Παίρνει ύφος και προφορά Κρητική

«Ήκουσες απού σου πα; Άμε να δώσεις τσ’ εξετάσεις σου και ντελόγο (ευθύς) να πας στση θεια σου, γιατί εκιά στην Αθήνα γυρίζουνε παράωροι άνθρωποι! Πάρε μαζί σου κι ετούτονε το τεψί απού το ξέχασε οπέρσι την Λαμπρή να τση το δώσεις, να μην θαρρεί πως τση το ‘κλεψα…»


Κι άλλη όρεξη δεν είχα τώρα εγώ, μόνο να πάω στην θεία την Κούλα να μου πρήξει τα…
Μωρέ τι ώρα πήγε; (Κοιτάει το ρολόι του)
Α! Εντάξει, έχω άφθονο χρόνο… Προλαβαίνω να προβάρω κάμποσες φορές τους μονολόγους μου. Κι απ’ ότι βλέπω έχει αρκετό κόσμο.


Βηματίζει και παίρνει πόζα.

Λοιπόν θα μπω άνετος, θα σταθώ κάπως έτσι και θα πω:
Γεια σας… εεε, δηλαδή καλή σας μέρα ή μήπως να πω καλύτερα χαίρεται; Μπορεί να είναι μεσημέρι μέχρι να έρθει η σειρά μου! Καλά θα δω μέχρι τότε… Πάμε από την αρχή…
Καλή σας μέρα, με λένε Σκεπαρνάκη Εμμανουήλ… δηλαδή το όνομα μου είναι… ή μήπως να πω μωρέ καλύτερα ονομάζομαι, μην και παρεξηγηθούν. Ποιος ξέρει μπορεί να είναι περίεργη επιτροπή. Ναι, ναι καλύτερα το τελευταίο…
Ωραία πάμε άλλη μία.
Καλή σας μέρα, ονομάζομαι Σκεπαρνάκης Εμμανουήλ. Είμαι από την Κρήτη… βασικά γεννήθηκα εκεί, δηλαδή κατάγομαι από κει…  Μωρέ, καλύτερα να πω κατάγομαι, μην φανώ χωριάτης! Το κατάγομαι ακούγεται πιο ωραίο, κι έχει ένα σοβαρό τόνο όσο να’ ναι, δείχνει πως είμαι διαβασμένο άτομο!
Έλα, έλα, αυτή την φορά το ‘χω… Μάνο συγκεντρώσου!
Καλή σας μέρα, ονομάζομαι Σκεπαρνάκης Εμμανουήλ. Κατάγομαι από την Κρήτη και ήρθα εδώ για να εξεταστώ στους εξής μονολόγους: Στον Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Βίλιαμ Σάκησπίρου και στο Αιδοίων Μονόλογοι της Ηβ  Ένσλερ, σε μονόλογο έκπληξη…

Κοιτά ενοχλημένος μπροστά του.

Σας άκουσα…
Συγγνώμη, διόρθωση, Ωδείων Μονόλογοι ήθελα να πω. Λάθος μου, μπερδεύτηκα! Κατανοήστε λίγο το άγχος μου…

Να συνεχίσω; Μπορώ; (Παύση) Μάλιστα! Ευχαριστώ.
Θα ξεκινήσω λοιπόν με τον Ρωμαίο του Σάκησπίρου, όπου βρίσκεται κάτω από το παράθυρο της Ιουλιέτας και… τέλος πάντων την συνέχεια την ξέρετε. Λοιπόν ξεκινάω…
«Ω! Ποιο είναι άραγε το φως που φέγγει σ’ εκιονέ το παραθύρι…» Ωχ! Συγγνώμη, καταλαβαίνετε η καταγωγή μου… Μπορώ να το πάω από την αρχή; Ευχαριστώ!
«Ω! Ποιο είναι άραγε το φως που φέγγει σ’ εκείνο το παράθυρο; Είναι ο ήλιος που ανατέλλει! Η Ιουλιέτα μου! Βγες ήλιε μου, τη φθονερή σελήνη σβήσε…


Σταματάει απότομα και κοιτάει ενοχλημένος μπροστά του.


Ορίστε; Είπατε κάτι; (παύση) Θέλετε μήπως να σταματήσω;! Τότε τι ψιθυρίζετε;
(Τσατισμένος) Αυτό που κάνετε είναι αγένεια…
Δεν μπορώ να καταλάβω προς τι ο γέλωτας; Σας μιλάω! (με νεύρο)
Σας φαίνεται αστείο όλο αυτό; Αλήθεια; Εγώ τόση ώρα παιδεύομαι εδώ πέρα για σας κι εσείς γελάτε; Είστε σοβαροί; Μα τι λέω, γελοίοι είστε! Άντε ρε να μου χαθείτε ζωντόβολα που θα κάτσω να ασχοληθώ μαζί σας! Ηλίθιοι, ε ηλίθιοι!
Εγώ ρε είμαι απ’ την Κρήτη! Άντε τώρα μην σας τα κάνω όλα εδώ μέσα λαμπόγυαλο, έτσι;!
Τι; Όχι ρε δεν γουστάρω! Δεν συνεχίζω λέμε… Τον πούλο!
Πως; (παύση) Άμα κατέβω και σου αστράψω καμιά μπάτσα θα σου πω εγώ! Ναι ρε σε σένα το λέω, που με κοιτάς και γελάς! Χάχα, εε χάχα!
Να φύγω; Ποιον πάτε να διώξετε ρε… μην σας  χαρακτηρίσω και έχει και κόσμο! Όχι ρε δεν θα με διώξετε εσείς, θα φύγω μόνος μου, με όση αξιοπρέπεια μου απομένει! Άντε γιατί παραγνωριστήκαμε…


Τσατισμένος πάει να πάρει το ταψί για να φύγει. Βγαίνει μια κοπέλα και τον φωνάζει.


«Κύριε Σκεπαρνάκη;»


(Με πολύ νεύρο) Τιιιι;;;


«Είστε ο επόμενος.»


Ααα… Ευχαριστώ! (παύση) Χμ… Αυτό είναι, νομίζω πως είμαι έτοιμος…


Παίρνει το ταψί χαμογελαστός και φεύγει.


ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου