Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΜΟΡΦΕΑΣ

Κάποτε ο Μορφέας, θεότητα των ονείρων, ερωτεύτηκε σφοδρά μια πανέμορφη θνητή. Κάθε βράδυ εκείνος την επισκεπτόταν στα όνειρα της για να μπορέσει να κερδίσει την καρδιά της.
     Πράγματι εκείνη τον ερωτεύτηκε και έμαθε πολλά γι’ αυτόν.

Κάθε βράδυ λοιπόν οι δύο ερωτευμένοι ζούσαν τον έρωτα τους μέσα σε όνειρα φανταστικά και κόσμους που μόνο οι θεοί θα μπορούσαν να επισκεφτούν…
     Ο Μορφέας όμως είχε άλλους δύο αδερφούς, τον  Ύπνο και τον Θάνατο.

Ο δεύτερος δε, ήταν αρκετά σκυθρωπός και ζηλιάρης ενώ πολλές φορές επιθυμούσε τα πράγματα των άλλων!
 Ο Θάνατος βλέποντας την τρυφερή σχέση που είχε ο Μορφέας με την πανέμορφη θνητή, αμέσως θέλησε να την κάνει δική του!

Ένα βράδυ λοιπόν, πήρε την μορφή του αγαπημένου της Μορφέα και την επισκέφτηκε την ώρα που εκείνη κοιμόταν. Από την παγερή παρουσία του όμως εκείνη ξύπνησε παραξενεμένη αφού περίμενε τον Μορφέα να έρθει να την βρει στο όνειρο τους. Έτσι για να την πείσει πως ήταν εκείνος της ζήτησε να τον φιλήσει. Εκείνη δίχως να έχει άλλη επιλογή, του χάρισε το φιλί της, όμως μόλις τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά του, σωριάστηκε στο πάτωμα...
Ο Θάνατος κοίταξε όλος ικανοποίηση το άψυχο σώμα της κι αμέσως έγινε άφαντος!
     Ο Μορφέας που δεν ήξερα τι είχε συμβεί, άρχισε να την ψάχνει παντού στο όνειρο τους για να την βρει, όμως μάταια. Νόμιζε πως τον είχε ξεχάσει, πως είχε βρει άλλη αγάπη, κι έτσι αποφάσισε να πάει από το σπίτι της για της ζητήσει τον λόγο.
Μόλις εμφανίστηκε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο της, ένοιωσε μια απερίγραπτη ψύχρα. Φώναξε το όνομα της, όμως απάντηση δεν πήρε καμιά.
Με το θεϊκό του χέρι έστειλε ευθύς φλόγα στο λυχνάρι που βρισκόταν πάνω στο μικρό τραπεζάκι, και το δωμάτιο φωτίστηκε ολόκληρο.
Το βλέμμα του έπεσε μονομιάς πάνω στο σώμα της αγαπημένης του που κείτονταν δίπλα στο κρεβάτι νεκρό!
Την πήρε στην αγκαλιά του, την έσφιξε πάνω του και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα!
Η στεναχώρια του ήταν τόσο μεγάλη, όπου άρχισε να στέλνει σ’ όλη την ανθρωπότητα εφιάλτες!
     Ο αδερφός του ο Ύπνος που γνώριζε τι είχε συμβεί, αφού ο Ύπνος με τον Θάνατο πάνε σχεδόν πάντα μαζί, δε μπόρεσε ανεχτεί αυτή την φοβερή αδικία! Έτσι ένα βράδυ επισκέφτηκε τον πικραμένο του αδερφό, που θρηνούσε την αγαπημένη του και του ομολόγησε όλη την αλήθεια!

Εκείνος με την σειρά του, οργισμένος όπως ήταν επικαλέστηκε το Ανώτατο Δικαστήριο των Θεών για να τιμωρήσουν τον Θάνατο για το κακό που είχε κάνει!
     Όλοι οι θεοί μαζεύτηκαν αστραπιαία και η δίκη ξεκίνησε.

Ο Θάνατος με μεγάλη άνεση αρνήθηκε κάθε κατηγορία ενώ δήλωσε πως ο Μορφέας τον συκοφαντούσε γιατί πάντοτε τον ζήλευε. Ο Μορφέας δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του… Ο Δίας βλέποντας πως δεν γινόταν να κατηγορηθεί ο Θάνατος για τον βιολογικό θάνατο μιας θνητής, κάλεσε τις τρεις Μοίρες που εκείνες όριζαν ουσιαστικά τον θάνατο κάποιου αλλά και το πώς θα πεθάνει, έτσι ώστε να διαλευκάνουν την υπόθεση αυτή. Αμέσως ένα πελώριο παράθυρο σαν οθόνη, άνοιξε μπροστά στα μάτια όλων των θεών και τότε η αλήθεια έλαμψε! Όλοι είδαν τι είχε συμβεί!
     Ο Θάνατος καταδικάστηκε να μείνει για πάντα μόνος του στο σκοτάδι και να μην είναι επιθυμητός από κανένα ενώ το Ανώτατο δικαστήριο αποφάσισε πως κάποιες μέρες του κάθε μήνα ο Μορφέας θα μπορούσε να επισκέπτεται την αγαπημένη του στα Ηλύσια Πεδία, εκεί όπου καταλήγουν οι καλές και δίκαιες ψυχές.
Έτσι κάθε φορά που ο Μορφέας είναι με την αγαπημένη του, η ανθρωπότητα βλέπει όμορφα και χαρούμενα όνειρα, ενώ όταν είναι χώρια στέλνει σε όλους όνειρα άσχημα και εφιάλτες…!

Για πάντα στο Σμαραγδένιο Νησί της Καρδιάς σου....

 

Δεν θυμάμαι πόσο χρονών ήμουν όταν ναυάγησα, τσακίζοντας 
το πλοίο της καρδιάς μου στα αιχμηρά σου βράχια, μα από τη μακριά σκληρή γενειάδα που είχε φυτρώσει στα ροδισμένα μάγουλα μου, θα έλεγα πως βρίσκομαι στο Σμαραγδένιο σου Νησί, αρκετά χρόνια!

Οι άνεμοι και τα άγρια κύματα με μαστίγωναν κάθε μέρα, ασταμάτητα, κι εγώ απεγνωσμένα εκλιπαρούσα για βοήθεια!

Με ξέχασες...

Εσύ δεν ήσουν ποτέ έτσι!


Δεν ξεχνούσες ποτέ... Πάντοτε νοιαζόσουν!


Κι όμως, τώρα που σε χρειάζομαι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή, εσύ με ξέχασες!


Νόμιζα πως στις φλέβες σου κυλούσε αίμα και στην καρδιά σου κατοικούσε η Αγάπη... αλλά μάλλον έκανα ΛΑΘΟΣ!


Τα χρόνια που πέρασαν ήταν αρκετά κι εγώ γέρος πια έγειρα να κοιμηθώ για πάντα στο Σμαραγδένιο Νησί της καρδιάς σου...

Οι άνεμοι κόπασαν και τα κύματα γαλήνεψαν...


Το βλέμμα σου έπεσε πάνω μου για μια τελευταία φορά.


Δάκρυσες...


Με χάιδεψες στο πρόσωπο, έκλεισες τα μάτια σου κι έκανες μια ευχή.


Ευχήθηκες για μένα, για τη Αγάπη μου και την Συγχώρεση μου...Όμως ήταν ήδη αργά!

Είχες καταλάβει τα πάντα πια...

Το πέπλο της Νύχτας απλώθηκε παντού. Το Νησί της Καρδιάς σου σκοτείνιασε...


Ησυχία παντού...


Μονάχα ένας αμυδρός χτύπος ακουγόταν...


Ήταν η καρδιά μου... Μια πνοή της τελευταία!

"Σ' αγαπώ... για πάντα...", είπε με αδύναμο σφυγμό κι έπειτα δόθηκε στην αγκαλιά της σιωπής του Νησιού σου οριστικά!





Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ


     Η Ερμιόνη παρατήρησε την Μίνι, το σκυλί της, που κοντοστάθηκε δίπλα σ’ ένα ξεραμένο δέντρο, με την ουρά τεντωμένη να κοιτάει μέσα στο πυκνό σκοτάδι που είχε αρχίσει να απλώνεται παντού. Εκείνη άρχισε να γρυλίζει και ευθύς η Ερμιόνη κατάλαβε πως κάποιος ή μάλλον κάτι τους πλησίαζε! Η ατμόσφαιρα ξαφνικά άρχισε να γίνεται όλο και πιο παγωμένη αφού η Ερμιόνη μπορούσε να διακρίνει την αναπνοή της να βγαίνει από το στόμα της σαν να κάπνιζε τσιγάρο. Μια ανατριχιαστική κραυγή που βγήκε με βία μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, έκανε την Ερμιόνη να αρπάξει την Μίνι στα χέρια της, και εσπευσμένα να το βάλει στα πόδια το συντομότερο δυνατό. Όσο έτρεχε τόσο περισσότερο αισθανόταν πως κάτι σίγουρα την κυνηγούσε, όμως όσο κι αν έριχνε κλεφτές ματιές πίσω της, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν περίεργα λαμπυρίσματα…

     Ο Ερμής, το αγόρι της Ερμιόνης και γιος του σπιτονοικοκύρη, καθόταν έξω στην βεράντα και έπαιζε την κιθάρα του, όταν είδε την Ερμιόνη κατατρομαγμένη με το σκυλάκι της αγκαλιά, να τρέχει λαχανιασμένη προς την είσοδο του σπιτιού και αμέσως έτρεξε να δει τι συνέβη.
Το πρόσωπο της έδειχνε χλωμό ενώ έτρεμε ολόκληρη.
Ο Ερμής προσπάθησε να την ηρεμήσει. Της πρόσφερε ένα ποτήρι νερό, όπου το ήπιε μονομιάς. Εκείνος απορημένος, την ρώτησε τι της είχε συμβεί, μα εκείνη δεν μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση. Του είπε απλά, πως αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου άγριου ζώου κι έτσι άρχισε να τρέχει πανικόβλητη.
Ο Ερμής την κοίταξε σαστισμένος και ευθύς σηκώθηκε και κοίταξε μπροστά το ολοσκότεινο δάσος, μήπως και μπορέσει να διακρίνει τίποτα. 

     Η Ερμιόνη είχε την διαίσθηση πως ο εφιάλτης της δεν είχε τελειώσει και πλησιάζοντας τον Ερμή, τον ρώτησε αν έβλεπε κάτι. Εκείνος δεν έδωσε απάντηση στην ερώτημα της, μόνο την πήρε από το χέρι και μπήκαν μέσα δίχως δεύτερη σκέψη.
Κλείδωσαν όσες πόρτες υπήρχαν, ακόμα και τα παράθυρα τραβώντας συγχρόνως και της κουρτίνες. Έσβησαν τα φώτα και άφησαν αναμμένο μονάχα ένα μικρό παλιό λυχνάρι, που το χρησιμοποιούσε η μητέρα του όταν γινόταν καμιά διακοπή.

   Οι δυο τους πλησίασαν το παράθυρο, που βρισκόταν δίπλα στην κεντρική πόρτα, όσο μπορούσαν πιο αθόρυβα ενώ ο Ερμής της έκανε νόημα να κοιτάξει σε ένα συγκεκριμένο σημείο από την μεριά της βεράντας. Τα έντονα λαμπυρίσματα που είχαν φανεί στο δάσος πρωτύτερα, φάνηκαν τώρα εντονότερα!
Ένα αιθέριο πλάσμα που δεν πατούσε καν τα πόδια του στην γη, έδειχνε να περιπλανιέται ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, βγάζοντας κραυγές σχεδόν ανθρώπινες. Πίσω του ακολουθούσαν κι άλλα όντα που έμοιαζαν με σκιές ξερακιανές...

Τα μάτια της Ερμιόνης άνοιξαν με τρόμο!
Στον Ερμή, το θέαμα αυτό μάλλον ήταν πιο οικείο, αφού δεν έδειχνε να πανικοβάλλεται.
Τα πλάσματα αυτά με ταχύτητα πιο αργή κι από χελώνας, πλησίαζαν το σπίτι.
Οι δύο νέοι χαμήλωσαν τα σώματα τους μπροστά από το παράθυρο ενώ είχαν την κουρτίνα ελάχιστα ανοιχτή για να μπορούν να βλέπουν τι γίνεται απ’ έξω.
Η καρδιά της Ερμιόνης ήταν έτοιμη να εκραγεί από την τρομάρα της!

    Κοίταξε τον Ερμή που συνέχιζε να δείχνει ήρεμος και τον ρώτησε αν θα αργούσαν οι γονείς του να επιστρέψουν, μα εκείνος της έκανε νόημα να σταματήσει να μιλάει.
Εκείνη, μη γνωρίζοντας τι είναι αυτό με το οποίο επρόκειτο να έρθουν αντιμέτωποι, άρχισε να προσεύχεται και συγχρόνως να κλαίει από τον φόβο της. Ο Ερμής την αγκάλιασε και της είπε ψιθυριστά στο αυτί της να ηρεμήσει και πως μόλις έκαναν τα πλάσματα αυτά το πέρασμα τους από κει, θα της εξηγούσε τι συμβαίνει.

     Η ατμόσφαιρα έγινε απότομα πιο ψυχρή. Αμέσως κατάλαβαν ότι τα πλάσματα βρίσκονταν έξω ακριβώς από το σπίτι! Οι δυο τους αγκαλιασμένοι στην άλλη άκρη του παραθύρου, μπορούσαν να δουν τις σκιές των πλασμάτων στην κουρτίνα, καθώς περνούσαν!
Οι περίεργες βασανισμένες κραυγές που έβγαζαν και τα βογκητά, έκαναν το δέρμα της Ερμιόνης και του Ερμή να σηκωθεί από ανατριχίλα.

     Η Μίνι, που άκουσε απ’ έξω τους ενοχλητικούς, για εκείνη θορύβους, πλησίασε την πόρτα κι άρχισε να γρυλίζει ξανά. Η Ερμιόνη προσπάθησε να την σταματήσει, όμως ήταν ήδη αργά! Το γάβγισμα της ακούστηκε σαν ένα άλλο εκκωφαντικό μεγάφωνο εκείνη την στιγμή, στα αυτιά των νέων! Και οι δύο πάγωσαν στις θέσεις τους! Οι σκιές των πλασμάτων φάνηκαν να ακινητοποιούνται έξω από το παράθυρο και τότε μια φιγούρα λίγο πιο ψηλή από τις υπόλοιπες, πέρασε με γρηγορότερη ταχύτητα έξω από το παράθυρο, πηγαίνοντας προς την πόρτα. Ο Ερμής καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο, έσβησε το λυχνάρι μονομιάς και πιάνοντας την αγαπημένη του από το χέρι, την έσυρε πίσω από τον μεγάλο καναπέ.

  Ξαπλωμένοι στο πάτωμα και με δέος, παρακολουθούσαν κάτω από το μικρό άνοιγμα που έκαναν τα πόδια του καναπέ, όσα συνέβαιναν… Πυκνός καπνός άρχισε να βγαίνει από τις χαραμάδες της πόρτας και ευθύς το πόμολο άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με αργό ρυθμό, όμως ευτυχώς ο Ερμής είχε κλειδώσει. Η Μίνι συνέχιζε να γρυλίζει και να γαβγίζει στο άγνωστο εκείνο πλάσμα που είχε πλησιάσει απειλητικά το σπίτι, μαζί με την συνοδεία του.
Η κλειδαριά ακούστηκε ν’ ανοίγει από μόνη της, δίχως να έχει υπάρξει κάποιος ήχος από κλειδί.
Οι δύο νέοι κοιτάχτηκαν με κατάπληξη!
Η πόρτα άνοιξε αργά κάνοντας ένα μακρόσυρτο, διαπεραστικό τρίξιμο.
Τα μάτια τους καρφώθηκαν στην είσοδο του σπιτιού! Δυο γυμνά γυναικεία πόδια ήταν το μόνο που μπορούσαν να διακρίνουν, και την Μίνι που ήταν έτοιμη να ορμήσει στην φιγούρα αυτή.

     Η αγωνία είχε χτυπήσει κόκκινο αφού τα λεπτά έμοιαζαν με αιώνα ατελείωτο, καθώς η γυναικεία αυτή φιγούρα είχε μείνει ακίνητη μπροστά στην είσοδο του σπιτιού να κοιτάει προφανώς την Μίνι. Όμως σύντομα το εξαγριωμένο σκυλί, πήδησε με ορμή πάνω στην γυναικεία φιγούρα ενώ φάνηκε να την διαπερνάει αφού το σώμα της άγνωστης αυτής παρουσίας, δε στάθηκε ως εμπόδιο!
Μονομιάς προσγειώθηκε έξω από την πόρτα κοντά στα σκαλιά, στάθηκε για δευτερόλεπτα στα πόδια της κι έπειτα σωριάστηκε στο πάτωμα. Η γυναικεία φιγούρα, έκανε μια απότομη πισινή μετατόπιση, πλησίασε το πλέον άψυχο σώμα της Μίνι και τότε ακριβώς δίπλα της φάνηκε μια μικρή λάμψη που άρχισε να παίρνει την μορφή σκύλου.

     Η Ερμιόνη δάκρυσε στο τραγικό θέαμα αυτό, και πανικόβλητη, προσπάθησε να σηκωθεί πάνω για να πάει στην Μίνι, όμως ο Ερμής την συγκράτησε και την έσφιξε στην αγκαλιά του με δύναμη. Σε λίγο οι σκιές απ’ έξω άρχισαν να κινούνται και πάλι, ενώ η γυναικεία αυτή παρουσία, με απίστευτη ταχύτητα βρέθηκε από μπροστά τους, μαζί με την ψυχούλα της Μίνι που την ακολουθούσε πιστά!
Οι δύο νέοι σηκώθηκαν και πλησίασαν ξανά το παράθυρο με προσοχή! Οι σκιές δεν ήταν πλέον σκιές, αλλά ψυχές ανθρώπων, που σαν υπνωτισμένες ακολουθούσαν την αφέντρα τους!

     Ο Ερμής έμεινε προσηλωμένος πάνω σε δύο συγκεκριμένες ψυχές, οι οποίες με την σειρά τους, είχαν γυρίσει και κοίταζαν προς το σπίτι, καθώς απομακρύνονταν αιωρούμενες με αργό ρυθμό. Το βλέμμα τους έδειχνε κενό, όμως μπορούσε να διακρίνει από την βασανισμένη τους αλλόκοσμη έκφραση, να αναδύεται μια εμφανή θλίψη…
Η Ερμιόνη πρόσεξε τα δακρυσμένα μάτια του, που με ένα βιαστικό πέρασμα του χεριού του, τα σκούπισε, πριν προλάβουν να κυλήσουν στα τριχωτά του μάγουλα…

     Οι δύο νέοι καθισμένοι στον καναπέ, λίγη ώρα αργότερα, και με το λιγοστό φως του λύχνου, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν από την φρίκη που είχαν ζήσει!
Ο Ερμής, πριν ακόμα του ζητήσει η Ερμιόνη εξηγήσεις, της ομολόγησε τι συμβαίνει…
Η γυναικεία φιγούρα, που είδαν, ονομαζόταν Μηλινόη. Θεωρείτο μια σκοτεινή νύμφη του υποκόσμου που περιπλανιέται τις νύχτες στη γη με μια συνοδεία από φαντάσματα, όπου προκαλεί τρόμο στους ανθρώπους! Όλα αυτά ο Ερμής τα είχε μελετήσει από μικρός, γιατί εκείνη, η Μηλινόη, ήταν η υπαίτια για τον θάνατο των γονιών του!

     Η Ερμιόνη τον κοίταξε προβληματισμένη, μα ο Ερμής την πρόλαβε ξανά πριν αρχίσει τις ερωτήσεις. Οι γονείς του σκοτώθηκαν σε δυστύχημα λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του, όταν εκείνος ήταν ακόμα μικρός. Ο Ερμής ήταν παρών στο δυστύχημα όμως δεν θυμόταν τίποτα από την ζοφερή εκείνη νύχτα, παρά μόνο το πρόσωπο της Μηλινόη που έμοιαζε από την μια μεριά σκοτεινό και από την άλλη φωτεινό, σαν ένα μισογεμάτο φεγγάρι! Η αστυνομία βρήκε το αυτοκίνητο αναποδογυρισμένο στην κόψη ενός γκρεμού, όπου το έσυραν πριν πέσει, και μέσα βρήκαν εκείνον λιπόθυμο και τους γονείς του νεκρούς!

     Εκείνοι που ως τώρα αποκαλούσε γονείς του, δεν ήταν παρά η αδερφή του πατέρα του, που μαζί με τον σύζυγο της τον μεγάλωσαν με τα δικά τους παιδιά σαν να είναι δικό τους. Κάθε χρόνο το ίδιο βράδυ του δυστυχήματος, εκείνος επέστρεφε στο πατρικό του για μπορέσει να τους δει ξανά, ενώ θα περιπλανούνταν με τη Μηλινόη, ευελπιστώντας πως κάποια μέρα θα καταφέρει να βρει ένα τρόπο για να τους απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο και να αναπαύσει τις ψυχές τους!
Η Ερμιόνη ακούγοντας την τραγική ιστορία του αγαπημένου της, δε μίλησε, απλά τον φίλησε γλυκά στα χείλη και αμέσως έγειρε και χάθηκε στην αγκαλιά του, αισθανόμενη πιο ασφαλής από ποτέ...

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ


     Η Αρετή πήρε την φωτογραφία στα χέρια της και την κοίταζε επίμονα. Τα ελαφρώς ρυτιδιασμένα και βουρκωμένα της μάτια, μιλούσαν από μόνα τους… Η φωτογραφία αυτή δεν έπρεπε να υπάρχει, έπρεπε να είχε καεί στην φωτιά μαζί με όλα τα υπόλοιπα ανεπιθύμητα αναμνηστικά. Εκείνη όμως για κάποιο λόγο είχε αποφασίσει να την κρατήσει, ακόμα κι αν το κύριο πρόσωπο σ’ αυτή ήταν η αδερφή της η Έλλη...

     «Μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις», σκέφτηκε η Αρετή ενώ άρχισε να θυμάται όλα όσα συνέβησαν αφότου τραβήχτηκε η φωτογραφία…
Το πρόσωπο της Έλλης ήταν σκοτεινό ενώ το βλέμμα της είχε χαθεί κάπου στο άπειρο. Οι σκέψεις τις σαν τρομαγμένα πουλιά ταξίδευαν σ’ άλλους κόσμους, σε ένα όνειρο που μέσα της ευχόταν να μπορούσε να βγει αληθινό.
Η καρδιά της, πάλευε να παραμείνει σκληρή σαν πέτρα - ούτε έναν στεναγμό - όμως ο νους, σαν ένας άλλος σύμβουλος, της έλεγε να φύγει εκείνη την ίδια στιγμή που χόρευε τον χορό τις θλίψης, λίγο πριν φτάσει στα σκαλιά της Εκκλησίας.

     Όδευε σ’ ένα γάμο που η ίδια απεχθανόταν και μετάνιωνε την ώρα και την στιγμή που δεν κλέφτηκε με τον Γιώργο όταν μπορούσε.
Τώρα πια, είχε πέσει θύμα του πατροπαράδοτου προξενιού, ενώ ο αγαπημένος της βρισκόταν κάπου εκεί έξω να την περιμένει να επιστρέψει ξανά στην ζεστή αγκαλιά του.
Ο αδερφός της ο Αντώνης, ήξερε για τον έρωτα της με τον Γιώργο και η ψυχή του σπάραζε από τη θλίψη, αφού ο Γιώργος ήταν φίλος του και τον εκτιμούσε πολύ.
Όταν όμως ο πατέρας έχει τον κύριο λόγο, σ’ ένα τέτοιο λεπτεπίλεπτο θέμα όπως ο γάμος της κόρης του, όλοι σωπαίνουν!
Ακόμα και η ίδια η Αρετή, αν και μικρότερη, μπορούσε να αισθανθεί την εσωτερική αγανάκτηση της Έλλης, αφού τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω στην αδερφή της και όχι στην ουρά του νυφικού, που σερνόταν στην βρωμιά…

     Οι τρεις αδερφές του γαμπρού δε, ήταν καταχαρούμενες και καμάρωναν την νύφη που χόρευε κι ας είχε παγώσει το χαμόγελο στα χείλη της. Η μια έλεγε στην άλλη που και που « Αγχωμένη θα είναι»  ή «Κοίτα την μωρέ, από την αγωνία της ούτε που γελάει».
Δεν είχαν όμως την παραμικρή ιδέα πως η Έλλη ήταν μια κινούμενη ωρολογιακή βόμβα, που από στιγμή σε στιγμή θα εκρηγνυόταν, αφήνοντας πίσω της μόνο απομεινάρια του γάμου ετούτου.

      Η ώρα ήταν πέντε και μισή και ο ήλιος είχε ήδη δύσει, δίνοντας στα σύννεφα του ορίζοντα ένα πορφυρό χρώμα. Η καμπάνα της Εκκλησίας χτύπησε μια φορά και ο Μιλτιάδης, ο γαμπρός, κοίταξε το ρολόι του καμπαναριού με ανυπομονησία.
Η νύφη είχε αργήσει αρκετά και όλοι οι καλεσμένοι άρχισαν να αναρωτιούνται αν είχε συμβεί κάτι. Πολύ σύντομα όμως η απορία αυτή τους λύθηκε, και μια έκφραση θαυμασμού άρχισε να ζωγραφίζετε στα πρόσωπα τους, όταν είδαν την νύφη με την συνοδεία της να ξεπροβάλλουν από το δρομάκι που οδηγούσε στην Εκκλησία. Όλοι την χειροκροτούσαν και θαύμαζαν το στολισμό της, όμως εκείνη έδειχνε να αδιαφορεί. Είχε χαμηλώσει το βλέμμα της στο τσιμεντένιο μονοπάτι και περπατούσε σαν υπνωτισμένη, ακολουθώντας τα βήματα εκείνων που την συνόδευαν...
Μόλις έφτασε στα σκαλοπάτια που θα την οδηγούσαν κατευθείαν στο πλευρό του Μιλτιάδη, σταμάτησε και μαζί της σταμάτησε κι ο υπόλοιπος κόσμος.
Τα πάντα πάγωσαν γύρω της, τα πόδια της αδυνατούσαν να κάνουν άλλο βήμα παραπέρα και η καρδιά της άρχισε να πάλλεται σαν μια άλλη τεκτονική πλάκα, που ετοίμαζε το σώμα της ολόκληρο να διαδεχτεί μια τρανταχτή σεισμική δόνηση. Με πρόσωπο χλωμό και έκφραση χαμένου ανθρώπου, γύρισε αργά και κοίταξε πίσω της για μια τελευταία φορά.
Το βλέμμα της έτρεχε βιαστικά πάνω σε κάθε πρόσωπο, ψάχνοντας να βρει αυτό το κάτι που θα την βοηθούσε να κάνει ένα βήμα πιο πέρα ή να τρέξει μακριά από αυτόν τον εφιάλτη που ζούσε. Το φως από την Εκκλησία μπορεί να μην ήταν αρκετά έντονο όμως μπορούσε να ξεχωρίσει το κάθε πρόσωπο στο πλήθος.

     Κι όμως, η ζωή για μια στιγμή της χαμογέλασε!  Το θλιμμένο της βλέμμα γαντζώθηκε στην επίμονη ματιά ενός νέου που βρισκόταν στο τέλος της κοσμοσυρροής. Ήταν ο Γιώργος, ο όποιος έμοιαζε σαν γυαλί σπασμένο και διάσπαρτο. Η αδύναμη φλόγα μέσα της φούντωσε μονομιάς και η όψη της φωτίστηκε.

     Δεν την είχε ξεγράψει, την αγαπούσε ακόμα και είχε έρθει για να την βοηθήσει να περάσουν κι αυτή την απρόσμενη φουρτούνα μαζί. Αυτές οι σκέψεις, κι άλλες τόσες άρχισαν να περνάνε από το συναισθηματικά φορτισμένο μυαλό της… Τα πρώτα δάκρυα χαράς κύλησαν απαλά στα ροδισμένα μάγουλα της ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο ξεγλίστρησε από τα στεγνά χείλη της, στο οποίο ο Γιώργος ανταποκρίθηκε ευθύς. Δίχως ίχνος δισταγμού, άρχισε να περπατάει προς το μέρος της, προσπερνώντας στο διάβα του γνωστούς συγχωριανούς του και φίλους που τον κοιτούσαν έκπληκτοι.
Η Έλλη, επιτέλους είχε βρει το κουράγιο να κάνει το επόμενο της βήμα, μόνο που αυτό τύγχανε να είναι προς τα πίσω και όχι μπροστά…

     Ο Μιλτιάδης σάστισε και προσπάθησε να την ακολουθήσει, όμως ο Αντώνης τον σταμάτησε και του είπε να κάνει πίσω. Ένα βουητό ομιλιών ξέσπασε ξαφνικά μέσα από τον πλήθος, καθότι όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Πριν προλάβει ο πατέρας της ή οποιοσδήποτε άλλος να αντιδράσει, η Έλλη πέταξε την ανθοδέσμη στο πλήθος, μαζί με το πέπλο της και έφυγε με τον αγαπημένο της πιασμένοι χέρι-χέρι.

      Αρκετό καιρό αργότερα, η Αρετή έδειξε στον πατέρα της την φωτογραφία που είχε βγάλει ο πρώτος τους ξάδερφος, τότε στο σπίτι, όταν ετοίμαζαν την Έλλη και χόρευαν. Δεν κρατήθηκε και έσπασε. Τα δάκρυα του έπεφταν πάνω στην φωτογραφία καθώς την κοιτούσε ενώ με πικρία είχε μείνει να κοιτάει το παγωμένο πρόσωπο της κόρης του, που είχε σεβαστεί τον λόγο του, και έκανε κατά γράμμα ότι της είχε ζητηθεί δίχως άλλη κουβέντα. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του, που παραλίγο να οδηγήσει την κόρη του την ίδια στην δυστυχία…
Ποτέ του δεν είχε καταλάβει πόσο πολύ αγαπούσε τον Γιώργο, μα έπειτα από εκείνη την θαρραλέα κίνηση και των δύο, να κλεφτούν, συνειδητοποίησε το λάθος του. Δεν κάκιωσε στην κόρη του, ούτε και στον Γιώργο. Αν εκείνος μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη, αυτό του αρκούσε…

    Μολονότι είχαν φύγει μακριά από το χωριό και είχαν εγκατασταθεί στην πόλη, γύρισαν ξανά μετά από καιρό για να πάρουν την ευχή από τους γονείς τους ώστε να παντρευτούν.
Ενόσω βρίσκονταν στην πόλη, δεν ξεχνούσαν να στέλνουν γράμματα στους δικούς τους και όποτε ευκαιρούσαν τους τηλεφωνούσαν...
Το θέμα με τον Μιλτιάδη, είχε ήδη ξεχαστεί, αφού ο ίδιος κατάφερε να παντρευτεί κάποιαν άλλη, λίγο καιρό μετά τον αποτυχημένο γάμο.

     Ο Γιώργος με την Έλλη παντρεύτηκαν στην εκκλησία του χωριού δίχως άλλες αναστολές και λίγο καιρό αργότερα απόκτησαν ένα αγοράκι, τον Ανδρέα.
Η Αρετή, είχε τον Γιώργο και την Έλλη σαν ίνδαλμα της, γιατί χάρις σ’ εκείνους, πίστεψε πως όλα μπορούν να αλλάξουν...
Η φωτογραφία έμεινε στην κατοχή της Αρετής, διότι για εκείνη σήμαινε πολλά.
Με την φωτογραφία αυτή μεγάλωσε τον μικρό Ανδρέα λέγοντας του την ιστορία δυο νέων που πολέμησαν γενναία για τον έρωτα τους  μέχρι τέλους...

ΓΚΡΙ




     Ο νους μου είχε μπλοκάρει! Δεν μπορούσα να σκεφτώ απολύτως τίποτα… Καθόμουν στην πολυθρόνα και κοιτούσα τον τοίχο απέναντι μου που είχε πάρει μια γκρίζα απόχρωση.


«Γκρι…» μουρμούρισα... «Άσπρο και μαύρο… η ζωή μου!»



Το γκρι είναι ένα χρώμα που χαρακτηρίζει τον καθένα μας, αφού περιέχει το άσπρο και το μαύρο μέσα του. Η ουσία της ευτυχίας και της δυστυχίας, του καλού και το κακού, τη ςΑγάπης και του Μίσους της Ζωής και ο Θανάτου…     Το μέρος είχε σκοτεινιάσει και ψύχρα άρχισε να με περιβάλει, παρ’ όλα αυτά εγώ συνέχισα να κάθομαι εκεί και να κοιτάω τον γκρίζο τοίχο ο οποίος δεν έδειχνε να αλλάζει χρώμα… και τότε, να! Εκεί που νόμιζα πως είχα στερέψει από έμπνευση, είδα πάνω στον γκρίζο τοίχο να ζωγραφίζεται ένα τοπίο αλλόκοτο!
     Νεκρική σιωπή παντού, γκρίζες πινελιές στα βλέμματα όλων! Γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Βρισκόμουν ακόμα εκεί, στην πολυθρόνα, ακίνητος. Το μολύβι είχε γλιστρήσει από το χέρι μου και είχε κυλήσει κοντά στα πόδια της πολυθρόνας και τότε κατάλαβα πως δεν κοιμόμουν, όχι πια!



Το γκρι είναι το ενδιάμεσο των δύο χρωμάτων, οι δύο αντίθετες πλευρές της ζωής μας! Είναι ένα χρώμα που περιέχει μικρές δόσεις γαλήνης και ταραχής συγχρόνως, όπως το βαμβακένιο γκρίζο σύννεφο που έρχεται να μας δροσίσει μετά από το καλοκαιρινό λιοπύρι ή το απειλητικό σκιερό σύννεφο που μέσα του μαίνεται καταιγίδα φοβερή!


     Η σκέψη μου σαν ταξιδιάρικο πουλί, πετούσε από τόπο σε τόπο, όμως στον μόνο τόπο που δεν πήγαινε ήταν σ’ εκείνον για τον οποίο ήθελα να γράψω. Ήμουν σίγουρος πως κάτι ξεχνούσα, γιατί… το μόνο που θυμόμουν ήταν ένας δυνατός κρότος να ηχεί μέσα στο μυαλό μου, ο οποίος ερχόταν από έξω προς τα μέσα, ξανά και ξανά!


Ήταν τόσο αληθινό!
Δεν το ζωγράφιζα εγώ, ούτε έγραφα γι’ αυτό, αλλά το ζούσα! Τα πάντα μέσα εκεί είχαν αρχίσει να παίρνουν ζωή κι εγώ βρισκόμουν μέσα σ’ αυτό το τοπίο. Μπορούσα να μυρίσω την κάθε οσμή και αισθανθώ το καθετί γύρω μου! Αντιλαμβανόμουν τα πάντα όπως ποτέ άλλοτε!


     Γκρίζες φιγούρες που είχαν αρχίσει να με περιτριγυρίζουν, τώρα έπαιρναν όψεις διαφορετικές και χρώματα αλλιωμένα!
Στα πρόσωπα τους διέκρινα μορφασμούς πόνου! Δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμα το γιατί… 

Το τετράδιο στο στήθος μου σφιγμένο, είχε λεκιάσει από το αίμα, σκιάζοντας το τελευταίο γράμμα μου για σένα, διαγράφοντας την μοναδική φράση που είχε για μένα σημασία: 

«Σ’ αγαπώ για πάντα!»


     Όλα πια έξω από τον τοίχο φαίνονταν γκρίζα, ακόμα και το πρόσωπο μου, δίνοντας μου έτσι ένα πιο σωστό χρώμα… Ένα χρώμα όπου άρμοζε σε νεκρό!


Η ΠΛΑΤΕΙΑ


Το παρελθόν μου, σαν της νύχτας τον μανδύα υψώθηκε μπροστά μου, ξανά!
 Το άγγιγμα της νύχτας, θύμιζε τα κρύα κάγκελα της φυλακής.
Έτυχε κάποτε να βρεθώ σ’ αυτό άσπλαχνο μέρος!
Τώρα όμως βρίσκομαι αλλού…

Ένοιωσα πάνω μου το μουδιασμένο βλέμμα των περαστικών, εκεί, στην πλατεία, εκεί που όλοι έμοιαζαν χαμένοι στον ίδιο τους τον μικρόκοσμο.

Ψίχουλα ελεημοσύνης, ανύπαρκτα...

Τα λόγια μιας θεούσας, που προτιμότερο άθεη ας λεγόταν, να θρέψουν μια άπορη ηλικιωμένη, δεν μπορούν! 

Ο καλός Σαμαρείτης· ένα πρόσωπο που ξέφτισε στο πέρασμα του χρόνου!

Άλλαξαν οι εποχές! Ο κόσμος άλλαξε! Εγώ άλλαξα!
Τι κι αν άπλωσα το χέρι μου από ανάγκη; Σημασία καμιά!

Συμπόνια...
Μια λέξη μάλλον πεθαμένη!

Το χρώμα των νέων άλλαξε, μαύρο έγινε, σαν όλους εκείνους που συνεχώς μας τάζουν… και διαρκώς το χρώμα τους αλλάζει!

Κι αν τέχνη ονομάζουν, τοίχους μουτζουρωμένους, καθρέπτες ενός άλλου υποκόσμου, ποιος θα σταθεί κριτής σε μια νεολαία, που μόνο κραυγές ακούει;  
Κραυγές εθιστικές... τοξικές!

Τώρα πια οι άνθρωποι, μοιάζουν να έχουν έρθει από άλλον πλανήτη, διαφορετικό, από έναν ονειρικό κόσμο ίσως, που διαρκώς μεταλλάσσεται...
 Οι δρόμοι έχουν γεμίσει εκκωφαντικές σειρήνες, που σαν λεπτές λεπίδες σκίζουν τον ζοφερό ουράνιο θόλο, για να στάξουν τα αστέρια πάνω μας!

Εικόνες θολές, τώρα αρχίζουν να βγάζουν νόημα!

Ο καθένας κουβαλούσε το δικό του σταυρό εκείνο το ψυχρό βράδυ, που δεν θύμιζε τίποτα περισσότερο από ένα αποτυχημένο παραμύθι… ένα παραμύθι που είχα ακούσει να λένε κάποτε πίσω από εκείνα τα άψυχα σίδερα…


40 ΜΕΡΕΣ


   Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν, ήταν το τιτίβισμα των πουλιών που ακούγονταν μέσα από τις καταπράσινες φυλλωσιές των δέντρων και τα ορμητικά νερά ενός μικρού καταρράκτη που έπεφταν μέσα σε μια γαλαζοπράσινη λίμνη… και έπειτα κενό, σαν να μην υπήρξε ποτέ!

    Αδυνατούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί! Όλοι κοιτούσαν με δάκρυα στα μάτια, ενώ η Πέρσα, με μια ανεπαίσθητη απογοήτευση και θλίψη…
Ο Ιάκωβος, ο σύζυγος της με μάτια δακρυσμένα, έτρεξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του, μα εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου. Εκείνος την κοίταξε παγωμένος!

   Οι γονείς της με τρομερή αγωνία και στεναχώρια, μέσα στην ζαλάδα τους, πήγαν κοντά της για να της συμπαρασταθούν! Το πρόσωπο της φαινόταν χλωμό και ταλαιπωρημένο ενώ το σώμα της ήταν αδύναμο. Δεν άντεξε και βγήκε έξω από την Εκκλησία. Έδειχνε αρκετά ανήσυχη κι έτσι ο Ιάκωβος έτρεξε ξοπίσω της για να την προλάβει και να την ηρεμήσει.

«Zούσα μαζί σου στον παράδεισο μόλις πριν λίγο…», είπε ταραγμένη ενώ δάκρυα πικρά κύλησαν στα κάτασπρα της μάγουλα.

«Τώρα είσαι εδώ, πίσω σε εμάς, κοντά μας!», της απάντησε ο Ιάκωβος.

«Θέλω να είμαι μαζί σου ξανά! Στο όμορφο ζεστό όνειρο μας…», είπε συνειδητοποιημένα.

    Ο Ιάκωβος την κοιτούσε με απορία και προσπαθούσε να πιαστεί από τα λόγια της, όμως του ήταν αδύνατον! Γνώριζε πως αυτό που περνούσε ήταν ένα μεταβατικό τραύμα, αφού είχε τελειώσει ψυχολογία, και πως θα της έπαιρνε λίγο χρόνο έως ότου ο εγκέφαλος της να προσαρμοστεί ξανά…

«Πέρσα, κοίταξε με! Έζησες απλώς ένα όνειρο…»

Πριν εκείνος συνεχίσει όμως, εκείνη μπαίνει μες τα λόγια του.

«…Ήταν πραγματικός παράδεισος αυτό που έζησα μαζί σου, με έκανες ευτυχισμένη!»

     Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει μέσα από την Εκκλησία και να την περιβάλλει μα εκείνη αδιαφορούσε πλήρως. Ο Ιάκωβος τότε την κράτησε από το χέρι και της ζήτησε να του περιγράψει το μέρος εκείνο για το οποίο έλεγε...
Το σώμα της χαλάρωσε και ευθύς το πρόσωπο της έλαμψε. Έμοιαζε σαν είχε νοιώσει κάτι το πρωτόγνωρο εκείνη την στιγμή, λες και είχε έρθει σε επαφή…  Εικόνες πανέμορφες άρχισαν να περνάνε μπροστά απ' τα μάτια της, κι έτσι ασυναίσθητα ξεκίνησε να διηγείται για το ονειρεμένο εκείνο μέρος, στο οποίο βρισκόταν μαζί του, καθώς όλοι εκείνοι που βρίσκονταν τριγύρω, την άκουγαν με προσοχή.

     Μόλις τελείωσε την περιγραφή της, μπήκε ξανά μέσα στην Εκκλησία. Ο Ιάκωβος την ακολούθησε. Έφτασαν εκεί που βρισκόταν το φέρετρο και εκείνος κοίταξε ψηλά.
«Δες!», της είπε μονολεκτικά, δείχνοντας της συγχρόνως μια πανέμορφη τοιχογραφία.

     Το βλέμμα της Πέρσα ήταν ήδη κολλημένο σε εκείνο το ιδιαίτερο σημείο… Έδειχνε λίγο πιο ήρεμη τώρα, αφού μπροστά της ορθωνόταν το παραδεισένιο εκείνο μέρος στο οποίο βρισκόταν στο όνειρο της… Ήταν μια τοιχογραφία που παρίστανε τον κήπο της Εδέμ.

«Δεν γίνεται… δεν μπορεί…», μονολόγησε και δάκρυσε.

«…Το μυαλό μπορεί να μας παίξει φοβερά παιχνίδια!», της λέει ο Ιάκωβος, και ευθύς συνέχισε, «Ίσως, λίγο πριν συνέλθεις, αυτή να ήταν η πρώτη αλλά και η τελευταία εικόνα που είδες κι έτσι το μυαλό σου, πάνω στην εκκίνηση του να της έδωσε ζωή… όπως γίνεται και στα όνειρα! Γι’ αυτό τον λόγο προφανώς σου φάνηκε τόσο αληθινό αυτό που έζησες!»

«Όχι, δεν μπορεί να είσαι μια απάτη του μυαλού μου, δεν γίνεται να ήσουν ένα όνειρο Ιάκωβε…», συνέχισε θλιμμένη.

«Λυπάμαι! Αυτή όμως είναι η αλήθεια…»

«Δεν το αντέχω άλλο αυτό…», μονολόγησε ξανά, κάθισε σε μια καρέκλα, έγειρε το κεφάλι της προς την μεριά του Ιάκωβου και αφέθηκε.

     Η εικόνα του παραδεισένιου τοπίου, στο μυαλό της φάνταζε ακόμα αληθινή! Μέσα της ευχόταν να μην είχε ξυπνήσει ποτέ τον λήθαργο αυτό.
Σκέψεις σκοτεινές και σακατεμένες άρχισαν να περνάνε από το μυαλό της
, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά ακόμα και δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τι είναι πραγματικό και τι όχι!

«...άραγε ο πραγματικός ο θάνατος να είναι διαφορετικός απ' αυτόν που ονειρεύτηκα;»

   Το βλέμμα της προσηλώθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο ενώ ένα συγκρατημένο χαμόγελο ξεγλίστρησε από τα χείλη της. Ο Ιάκωβος την κοίταξε χαρούμενος.

«Έτσι σε θέλω άγγελε μου, να γελάς!»

«Σε θυμάμαι να στέκεσαι στο σημείο εκείνο που τώρα βρίσκεται το φέρετρο, και να μου κάνεις γκριμάτσες, την μέρα του γάμου μας!»

    Ο Ιάκωβος την κοίταξε με περιέργεια κι έπειτα γύρισε το βλέμμα του προς το φέρετρο. Ξαφνικά μέσα του αισθάνθηκε ένα κενό και ευθύς μια ανατριχίλα διαπέρασε όλο του το είναι! Παγωμένες σταγόνες πιτσιλούσαν το πρόσωπο του, εκείνος κοίταξε ψηλά και με τρόμο είδε την τοιχογραφία να παραμορφώνεται. Τα χρώματα είχαν αρχίσει να υγροποιούνται και να έσταζαν πάνω του σαν βροχή!

     Η Πέρσα είχε μείνει στην ίδια απαράλλαχτη θέση δίχως να ενοχλείται από την ταραχή του Ιακώβου, στου οποίου τα μάτια όλα πια φάνταζαν ένας ζωντανός εφιάλτης! Μια σκιά κάλυψε όλο τον χώρο και σύντομα ολόκληρη η τοποθεσία άλλαξε…
Ο Ιάκωβος βρέθηκε σε ένα πελώριο πανέμορφο κήπο, τιτιβίσματα ακούγονταν από τις φυλλωσιές των δέντρων ενώ διάφορες φιγούρες τον προσπερνούσαν με τρομερή ταχύτητα!

«Μην παραξενεύεσαι…», του λέει ένας πανέμορφος νέος που ήρθε και στάθηκε δίπλα του, «δεν το ζεις πρώτη φορά αυτό!»

«Ποιο; Τι εννοείς;»

«Το μυαλό μπορεί να παίξει φοβερά παιχνίδια!»

  Ο Ιάκωβος έμεινε να τον κοιτάζει με έκπληξη. Ο νέος ευθύς του έκανε νόημα να κοιτάξει πίσω του. Ήταν η Πέρσα, την οποία εκείνος την έβλεπε από ψηλά, σαν να βρισκόταν ο ίδιος μέσα στην τοιχογραφία, όπου έκλαιγε με λυγμούς, μα εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο!

«…Οι κακές μνήμες πάντα ξεθωριάζουν εδώ!»

«Που εδώ; Τι εννοείς από πριν; Που βρίσκομαι;!»

«Στην άλλη ζωή… του άλλου κόσμου!»

    Τα μάτια του βούρκωσαν καθώς μνήμες οδυνηρές άρχισαν να επανέρχονται στο μυαλό του σαν αστραπιαίες λάμψεις φωτός.

«Είμαι νεκρός;!»

«Στην ουσία όχι, αλλά έτσι συνηθίζετε να το λέτε εσείς οι θνητοί!»

«Μα η Πέρσα ήταν…»

«Η Πέρσα δεν ήταν… Δεν έφυγε ποτέ Ιάκωβε! Εσύ έφυγες από τον κόσμο τους πριν 40 μέρες… τόσες είναι οι μέρες που η ψυχή περιπλανιέται στην γη για να αποχαιρετίσει, να θυμηθεί αλλά και για να ξεχάσει…»

«Και όσα έζησα;»

«Έζησες αυτά που ήθελες να ζήσεις… ¨το μυαλό μπορεί να παίξει φοβερά παιχνίδια¨ Στην προσπάθεια σου να ξεχάσεις και να ξεφύγεις από την θλίψη του θανάτου, έπλασες τον δικό σου κόσμο! Έβλεπες όσα κι ότι εσύ ήθελες να δεις! Αυτή είναι μια οδός για όσους δεν αντέχουν…»

Ο Ιάκωβος μουδιασμένος από τα λόγια του νέου, γονάτισε και κράτησε το κεφάλι του που το αισθανόταν πλέον βαρύ, μα ο νέος τον άγγιξε στον ώμο και του έκανε νόημα να σηκωθεί.

«Πρέπει να φύγουμε Ιάκωβε, ο χρόνος σου εδώ τελείωσε!»

«Που θα πάμε;»

«Προς το παρόν να περάσεις την μέση Κρίση της ψυχής σου! Το μετά είναι μια μεγάλη έκπληξη!»

   Ένα γαλήνιο, εκθαμβωτικό φως έλαμψε από το πουθενά. Ο νέος πήρε από το χέρι τον Ιάκωβο και τον οδήγησε στην πύλη του Φωτός. Εκείνος με δέος και έκπληξη, είδε μπροστά του να ξετυλίγεται η ζωή του ολόκληρη σαν να έβλεπε ταινία!

«40 μέρες…40 μέρες η ζωή μου όλη…!!!», μονολόγησε κι αμέσως άφησε ένα αμυδρό χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπο του…