Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΙΟΥΛΙΟΣ

Ιούλιος...
Θερμός, ερωτικός, αναζωογονητικός...


Το νόημα της ζωής στο μεγαλείο του θαυμαστού καλοκαιρινού μήνα τούτου.
Αναμνήσεις ατελείωτες γυρίζουν μέσα στου νου μου τα σοκάκια, σαν μακρινοί ταξιδιώτες…

Ο Ιούλιος, κάποτε ήταν ένας μήνας γιορτινός, τώρα όμως δεν είναι παρά το ίδιο κοινός όπως οι υπόλοιποι έντεκα.

Σκέψεις μπερδεμένες, φωτογραφίες θολές. Πρόσωπα σχεδόν ξεχασμένα…

Την δέκατη έβδομη ήμερα του μήνα είχες την γιορτή σου. Κάθε χρόνο γιόρταζα μαζί σου, αν κι εγώ άρχιζα να γιορτάζω από την παραμονή κιόλας...
Την μέρα εκείνη την λαχταρούσα όσο τίποτε άλλο.
Θυμάμαι κάθε χρόνο το πρόσωπο σου να πλημμυρίζει με φως ουράνιο, λες και σου χάριζε η Αγία, στην οποία οφείλεις το αγγελικό σου όνομα, λίγη από την δική της θεία λάμψη.
Ήσουν η απόλυτη ύπαρξη στα μάτια τα δικά μου!
Στο σπινθηροβόλο βλέμμα σου, μπορούσα να ατενίζω παραδείσους αιωνίους και ανεξερεύνητους, ενώ τα πυρρόξανθα μεταξωτά μαλλιά σου, έτσι όπως ανέμιζαν μες το ζεστό λιοπύρι, με ταξίδευαν σε κόσμους διαφορετικούς, ζώντας σε μια απόλυτη ευδαιμονία!

Στα βάθη του ομαλού παρόντος μου, φάνηκε ν' ανατέλλει ο ήλιος του μέλλοντος μου, σκοτεινός!

Κάτι άλλαξε πάνω σου από την μια στιγμή στην άλλη.
Το πρόσωπο σου έγινε σκυθρωπό καθώς εκείνη η υπέρλαμπρη λάμψη που σε κατέκλυζε, τώρα είχε σχεδόν σβήσει…

Ιούλιος...
Κρύος, μοναχικός, οκνηρός...

Το πολυκαιρισμένο αραχνοΰφαντο και η σκόνη, έχουν θολώσει πια την βιτρίνα του μαγικού μήνα τούτου.

Κάποτε είχα να θυμάμαι την λάμψη στο πρόσωπο σου, τώρα όμως ίσα που σε αναγνωρίζω.
Ένα παγωμένο ζοφερό κενό απλώθηκε στην θηριώδη άβυσσο του μισοπεθαμένου μου νου...

Σκέψεις ανύπαρκτες, φωτογραφίες αλλοιωμένες.
Πρόσωπα εντελώς ξεχασμένα!

Η δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα είναι εδώ.
Εσύ ίσως γιορτάζεις μα εμένα η καρδιά μου μοιάζει περισσότερο να πενθεί…
Από την παραμονή κιόλας ματώνει ενώ η ψυχή μου φοράει το μαύρο της πέπλο, έως ότου η ανάμνηση της μέρας τούτης περάσει για να έρθει η επομένη...

Θεέ μου, πόσο έχουμε αλλάξει;

Πόσο έχει αλλάξει ο Ιούλιος και η δέκατη έβδομη ημέρα του, όπου κάποτε η γιορτινή μέρα εκείνη, για μένα ήταν ο κόσμος όλος!

Ιούλιος...
Ο έβδομος μήνας του χρόνου και ο δεύτερος του καλοκαιριού.
Κάπου ανάμεσα στην αρμύρα της θάλασσας και στο λαμπύρισμα του σεληνόφωτος, είχα μάθει να ελπίζω, να ονειρεύομαι και να ερωτεύομαι…
Τώρα ίσα που θυμάμαι!

Η δέκατη έβδομη ήμερα του μήνα τούτου, ίσως να μην είναι η ίδια ποτέ ξανά…
Καταλήξαμε σαν δύο ξένοι πια να έχουμε σφραγίσει τον Ιούλιο με την ίδια μας την σιωπή… 

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Η Σειρήνα.

"Η Σειρήνα"

Στάθηκα πάνω στον θαλασσοδαρμένο βράχο μου να σε περιμένω. Ώρες ατελείωτες. Μέρες πολλές. Μήνες αμέτρητοι. Χρόνια. Αιώνες ολόκληροι. Η θάλασσα ήταν άγρια και τα κύματα με μαστίγωναν μαζί με τον βράχο. Ποτέ μου δεν πίστεψα στις Σειρήνες.

Το έπος βέβαια του Ομήρου κρύβει πολλά ψήγματα αλήθειας, όπου ο χρόνος τα σκόρπισε αθόρυβα σε κάθε γωνιά του ανθρώπινου νου. Έπρεπε να μάθω απ' την περιπέτεια του πολυμήχανου Οδυσσέα ώστε να προφυλαχτώ και να φτάσω σώος στην δική μου Ιθάκη. Δυστυχώς οι Σειρήνες υπάρχουν κι εσύ είσαι μία απ’ αυτές. Ήρθες χρόνια ολόκληρα μετά, στον θαλασσοδαρμένο εκείνο βράχο που σε περίμενα. Η μορφή σου ήταν διαφορετική. Με ξάφνιασες. Η καρδιά μου σταμάτησε και πάγωσε την ίδια στιγμή που σε αντίκρισα. Δίχως να χάσεις την παραμικρή ευκαιρία όρμησες και με τα ακονισμένα νύχια σου γραπώθηκες πάνω στο πολύτιμο, παλλόμενο πορφυρό σμαράγδι μου. Μάτωσε. Το αίμα έτρεξε άφθονο πάνω στο αργασμένο δέρμα μου ενώ σταγόνες σαν δάκρυα έσταζαν πάνω στον πολυκαιρισμένο βράχο, λυτρώνοντας τον απ’ την δίψα της αρμύρας. Με κοίταξες στα μάτια και μου γέλασες με μια απερίγραπτη ευχαρίστηση. Κοίταζες με μεγάλη έκπληξη την λιμνοθάλασσα των ματιών μου να ξεχειλίζει και να ρέει άπλετη κάθε φορά που έμπηγες τα νύχια σου στην καρδιά μου όλο και περισσότερο. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, μα εσύ έδειχνες να το ευχαριστιέσαι στην κάθε πνιχτή μου κραυγή. Απολάμβανες την μοναδικότητα αυτής της στιγμής στο ζενίθ της.
“Άραγε, εσείς οι Σειρήνες καρδιά δεν έχετε;”

Ο Όμηρος σας παρουσίαζε τερατόμορφες, μισές γυναίκες και μισά όρνεα, να επιτίθεστε απρόσμενα και να κατασπαράζετε τις καρδιές των ανυποψίαστων θυμάτων σας, προσπαθώντας έτσι να γεμίσετε αυτό το πελώριο κενό που υπάρχει στο σημείο της δικής σας ανύπαρκτης καρδιάς. Μάταια όμως αφού όμοιες κι εσείς σαν τις μαύρες χήρες είσαστε, της νύχτας και του θανάτου θυγατέρες. Δεν πίστευα ποτέ στους μύθους των αρχαίων ποιητών και των μεγάλων παραμυθάδων.
Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω σε όλες αυτές τις φαντασίες. Μα μέσα σε όλη αυτή την θαλασσοταραχή εμφανίστηκες εσύ και μεμιάς μου τσάκισες και μου αναίρεσες όλο σχεδόν το πλεγμένο νήμα της ζωής μου.
Η μεθυστική ηχώ της φωνής σου ήρθε σαν γλυκός θάνατος να με πάρει. Κρατώντας στα δεσμά σου την αδύναμη καρδιά μου, άρχισες να συνθέτεις μελωδίες νεραϊδίσιες, ξεκινώντας έτσι τον ακατάπαυστο ερωτικό σου πόλεμο. Αφέθηκα στα θέλγητρα σου, μόνος και ανυπεράσπιστος. Έγειρα αργά πάνω στον κατακόκκινο βράχο και αποκοιμήθηκα ήρεμα. Δεν παραπονέθηκα... Σ' ερωτεύτηκα. Δεν περίμενες ποτέ ότι θα μπορούσε κάποιος να σε ερωτευθεί και να σε θελήσει γι' αυτό που είσαι πραγματικά. Πανικοβλήθηκες. Διαισθάνθηκες τον πόνο μου, την αγανάκτηση μου, μα κυρίως το κακό που μου είχες προκαλέσει. Τρόμαξες στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσες να είσαι το θύμα και όχι ο θύτης. Ευθύς, εισχώρησες στα άδυτα της κατακρεουργημένης μου καρδιάς, την πήρες στα χέρια σου απαλά και την έσφιξες πάνω στο δικό σου στέρνο. Η όψη σου άλλαξε τελείως, μαλάκωσε… και τότε ένα δάκρυ κύλησε πάνω στο πορσελάνινο μάγουλο σου. Παραξενεύτηκα. Δεν ήξερα ότι μπορείς να κλάψεις. Σκέφτηκα πως ίσως εσείς οι Σειρήνες τελικά μπορεί να έχετε συνείδηση ή εκτός κι αν εσύ απ' όλες τις Σειρήνες αποτελούσες εξαίρεση.
Στάθηκα πάνω στον θαλασσοδαρμένο βράχο να σε περιμένω και εκεί σε γνώρισα με την πραγματική σου μορφή. Έζησα για σένα ως εκείνη την στιγμή που εσύ θέλησες.
Εκεί, στον βράχο επάνω έμαθα ότι οι Σειρήνες ψάχνουν τους δικούς τους αδικοχαμένους έρωτες στις καρδιές των άλλων. Γυναίκες αμύθητης ομορφιάς που ο πόνος και η οργή σας έχουν μεταμορφώσει σε αδίστακτους φονιάδες ερωτευμένων καρδιών...
Μα από την αρχή κιόλας μέσα μου είχα μονάχα εσένα. Δεν το ήξερες.
Αν δεν κρατούσες τώρα στα ματωμένα σου χέρια την τελευταία μου πνοή δεν θα ήξερες απολύτως τίποτα για μένα! Η αναμονή μου στον βράχο ετούτο δεν ήταν τυχαία.
Κάθε καρδιά έχει μια ζωή ολόκληρη να προσμένει το άλλο της μισό. Η δική μου το είχε βρει πια, κι έτσι ήρθε ο καιρός να παρέλθει από τον αιματοβαμμένο βράχο.
Λένε πως πίσω από κάθε μύθο βρίσκεται πάντα μια μεγάλη αλήθεια, όπ
ου κάποιοι την αντέχουν κι άλλοι πάλι όχι. Εγώ πίστεψα σ’ αυτήν την αλήθεια του μύθου. Άντεξα! Τώρα όμως ο βράχος είναι δικός σου. Είναι η σειρά σου να πιστέψεις στις δυνατές θνητές καρδιές. 
Από το ξεκίνημα της ανθρωπότητας ακόμη, κάθε άνθρωπός είχε τον δικό του βράχο για να κάθεται και να αγναντεύει τις απέραντες και μυστικές θάλασσες της Ζωής, του Έρωτα και της Φαντασίας, αδημονώντας για την δική του Σειρήνα όποια κι αν είναι αυτή…