Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η ΠΡΟΒΑ.

Η ΠΡΟΒΑ

Ο Εμμανουήλ μπαίνει κρατώντας ένα ταψί. Είναι ανήσυχος. Κοιτάζει γύρω του και έπειτα ακουμπάει το ταψί στο πάτωμα.

Αα ρε μάνα, ααα ρε μάνα! Έχω τις εξετάσεις της Υποκριτικής να σκέφτομαι, θα έχω και εσένα. Λες και δεν μπορούσες να δώσεις το ταψί στην θεία την Κούλα όταν θα έρθει στην Κρήτη το καλοκαίρι…
Πραγματικά, σαν να την βλέπω μπροστά μου…


Παίρνει ύφος και προφορά Κρητική

«Ήκουσες απού σου πα; Άμε να δώσεις τσ’ εξετάσεις σου και ντελόγο (ευθύς) να πας στση θεια σου, γιατί εκιά στην Αθήνα γυρίζουνε παράωροι άνθρωποι! Πάρε μαζί σου κι ετούτονε το τεψί απού το ξέχασε οπέρσι την Λαμπρή να τση το δώσεις, να μην θαρρεί πως τση το ‘κλεψα…»


Κι άλλη όρεξη δεν είχα τώρα εγώ, μόνο να πάω στην θεία την Κούλα να μου πρήξει τα…
Μωρέ τι ώρα πήγε; (Κοιτάει το ρολόι του)
Α! Εντάξει, έχω άφθονο χρόνο… Προλαβαίνω να προβάρω κάμποσες φορές τους μονολόγους μου. Κι απ’ ότι βλέπω έχει αρκετό κόσμο.


Βηματίζει και παίρνει πόζα.

Λοιπόν θα μπω άνετος, θα σταθώ κάπως έτσι και θα πω:
Γεια σας… εεε, δηλαδή καλή σας μέρα ή μήπως να πω καλύτερα χαίρεται; Μπορεί να είναι μεσημέρι μέχρι να έρθει η σειρά μου! Καλά θα δω μέχρι τότε… Πάμε από την αρχή…
Καλή σας μέρα, με λένε Σκεπαρνάκη Εμμανουήλ… δηλαδή το όνομα μου είναι… ή μήπως να πω μωρέ καλύτερα ονομάζομαι, μην και παρεξηγηθούν. Ποιος ξέρει μπορεί να είναι περίεργη επιτροπή. Ναι, ναι καλύτερα το τελευταίο…
Ωραία πάμε άλλη μία.
Καλή σας μέρα, ονομάζομαι Σκεπαρνάκης Εμμανουήλ. Είμαι από την Κρήτη… βασικά γεννήθηκα εκεί, δηλαδή κατάγομαι από κει…  Μωρέ, καλύτερα να πω κατάγομαι, μην φανώ χωριάτης! Το κατάγομαι ακούγεται πιο ωραίο, κι έχει ένα σοβαρό τόνο όσο να’ ναι, δείχνει πως είμαι διαβασμένο άτομο!
Έλα, έλα, αυτή την φορά το ‘χω… Μάνο συγκεντρώσου!
Καλή σας μέρα, ονομάζομαι Σκεπαρνάκης Εμμανουήλ. Κατάγομαι από την Κρήτη και ήρθα εδώ για να εξεταστώ στους εξής μονολόγους: Στον Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Βίλιαμ Σάκησπίρου και στο Αιδοίων Μονόλογοι της Ηβ  Ένσλερ, σε μονόλογο έκπληξη…

Κοιτά ενοχλημένος μπροστά του.

Σας άκουσα…
Συγγνώμη, διόρθωση, Ωδείων Μονόλογοι ήθελα να πω. Λάθος μου, μπερδεύτηκα! Κατανοήστε λίγο το άγχος μου…

Να συνεχίσω; Μπορώ; (Παύση) Μάλιστα! Ευχαριστώ.
Θα ξεκινήσω λοιπόν με τον Ρωμαίο του Σάκησπίρου, όπου βρίσκεται κάτω από το παράθυρο της Ιουλιέτας και… τέλος πάντων την συνέχεια την ξέρετε. Λοιπόν ξεκινάω…
«Ω! Ποιο είναι άραγε το φως που φέγγει σ’ εκιονέ το παραθύρι…» Ωχ! Συγγνώμη, καταλαβαίνετε η καταγωγή μου… Μπορώ να το πάω από την αρχή; Ευχαριστώ!
«Ω! Ποιο είναι άραγε το φως που φέγγει σ’ εκείνο το παράθυρο; Είναι ο ήλιος που ανατέλλει! Η Ιουλιέτα μου! Βγες ήλιε μου, τη φθονερή σελήνη σβήσε…


Σταματάει απότομα και κοιτάει ενοχλημένος μπροστά του.


Ορίστε; Είπατε κάτι; (παύση) Θέλετε μήπως να σταματήσω;! Τότε τι ψιθυρίζετε;
(Τσατισμένος) Αυτό που κάνετε είναι αγένεια…
Δεν μπορώ να καταλάβω προς τι ο γέλωτας; Σας μιλάω! (με νεύρο)
Σας φαίνεται αστείο όλο αυτό; Αλήθεια; Εγώ τόση ώρα παιδεύομαι εδώ πέρα για σας κι εσείς γελάτε; Είστε σοβαροί; Μα τι λέω, γελοίοι είστε! Άντε ρε να μου χαθείτε ζωντόβολα που θα κάτσω να ασχοληθώ μαζί σας! Ηλίθιοι, ε ηλίθιοι!
Εγώ ρε είμαι απ’ την Κρήτη! Άντε τώρα μην σας τα κάνω όλα εδώ μέσα λαμπόγυαλο, έτσι;!
Τι; Όχι ρε δεν γουστάρω! Δεν συνεχίζω λέμε… Τον πούλο!
Πως; (παύση) Άμα κατέβω και σου αστράψω καμιά μπάτσα θα σου πω εγώ! Ναι ρε σε σένα το λέω, που με κοιτάς και γελάς! Χάχα, εε χάχα!
Να φύγω; Ποιον πάτε να διώξετε ρε… μην σας  χαρακτηρίσω και έχει και κόσμο! Όχι ρε δεν θα με διώξετε εσείς, θα φύγω μόνος μου, με όση αξιοπρέπεια μου απομένει! Άντε γιατί παραγνωριστήκαμε…


Τσατισμένος πάει να πάρει το ταψί για να φύγει. Βγαίνει μια κοπέλα και τον φωνάζει.


«Κύριε Σκεπαρνάκη;»


(Με πολύ νεύρο) Τιιιι;;;


«Είστε ο επόμενος.»


Ααα… Ευχαριστώ! (παύση) Χμ… Αυτό είναι, νομίζω πως είμαι έτοιμος…


Παίρνει το ταψί χαμογελαστός και φεύγει.


ΤΕΛΟΣ

Το πνεύμα της εκδίκησης.

Το πνεύμα της εκδίκησης

     …Ένοιωθε απόλυτα προδομένη και έμοιαζε τρομακτικά εξαγριωμένη, αντικρίζοντας τον μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Για εκείνη όμως ο χρόνος δεν είχε πλέον σημασία…


     Ένα χρόνο και πέντε μήνες πριν, η Σούκι μία πανέμορφη νέα γκέισα,  γνώρισε έναν ξενόφερτο νεαρό ονόματι Νίκολας, ο οποίος μιλούσε την ιαπωνική γλώσσα άπταιστα. Κάθε μέρα έβρισκε στο κατώφλι της οκίγιας που έμενε, ανθοδέσμες με ολόφρεσκα λουλούδια μα αυτό δεν άρεσε καθόλου στις υπόλοιπες γκέισες, κυρίως στις μεγαλύτερες της! Ήξερε πως δεν μπορούσε να έχει σχέσεις ερωτικές με τους πελάτες της όμως ο Νίκολας, για εκείνη, διέφερε κατά πολύ.

     Οι δύο νέοι, ρισκάροντας τα πάντα, ζούσαν τον έρωτα τους στο έπακρο, ώσπου κάποια στιγμή τα πάντα μαθεύτηκαν… Της απαγορεύτηκε να δει ξανά τον Νίκολας όπως επίσης και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να πηγαίνει στις εκδηλώσεις των γκεϊσών αλλά να μένει μέσα στην οκίγια για να προσέχει τις μάικο, τις νέες υποψήφιες γκέισες.

     Μια μέρα ο Νίκολας, πάντοτε προσεκτικός, άφησε στην Σούκι ένα γράμμα κάτω από την πόρτα και πριν τρέξει για να κρυφτεί την χτύπησε ελαφριά. Την στιγμή εκείνη έπαιζε το σαμισέν της αλλά ο ήχος από την πόρτα της απέσπασε την προσοχή. Αμέσως κίνησε κατά εκεί όπου έκπληκτη βρήκε το γράμμα, το άνοιξε και το διάβασε. Ο Νίκολας της εξομολογούταν τον έρωτα του και της ζητούσε να αφήσει τα πάντα πίσω της και να φύγουν μαζί μακριά. Θα την περίμενε κοντά στην παλιά γέφυρα - όπου συναντιόντουσαν συνήθως - κατά τις δέκα το βράδυ όπου θα ήταν λίγο πιο ήσυχα. Εκείνη στην αρχή δίστασε, όμως σύντομα άκουσε την καρδιά της όπου της έλεγε να πράξει το απαγορευμένο! Έτσι μάζεψε λίγα από τα πράγματα της και λίγο πριν τις δέκα, το έσκασε από την οκίγια!

     Η Σούκι περίμενε αρκετή ώρα κοντά στην παλιά γέφυρα, όμως ο Νίκολας δεν εμφανίστηκε ποτέ. Τα βουρκωμένα μάτια της δεν άργησαν να ξεχειλίσουν, εκφράζοντας έτσι την τρομερή θλίψη της και την πικρή της απογοήτευση. Δε μπορούσε να πιστέψει πως ο άνδρας που της είχε κλέψει την καρδιά, την είχε κοροϊδέψει! Το μυαλό της ήταν αρκετά θολωμένο ενώ απαισιόδοξα συναισθήματα την είχαν καταλάβει και δίχως να έχει συναίσθηση των πράξεων της, ανέβηκε στις παλιάς γέφυρας το τείχος και πήδηξε μονομιάς στην μεγάλη λίμνη…!


     …Ο μήνας ήταν Αύγουστος, παρ’ όλα αυτά η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ψυχρή. Ήταν περασμένες δέκα και ο Νίκολας βρισκόταν μπροστά στην παλιά γέφυρα, τρομοκρατημένος, αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε… ήταν το Γιούρι για το οποίο όλοι μιλούσαν ένα χρόνο τώρα όπου στοίχειωνε το μέρος εκείνο. Στο εκδικητικό όμως πρόσωπο του φαντάσματος, ο Νίκολας αναγνώρισε την Σούκι και οι φοβίες τότε επαληθεύτηκαν! Πίσω του, πλησίασε δειλά η καλή φίλη της Σούκι, η Ταμάκο με δάκρυα στα μάτια κρατώντας ένα υφασμάτινο δέμα. Ο Νίκολας με την ανάσα του σχεδόν κομμένη άρχισε να εξηγεί στην Σούκι τι είχε συμβεί το βράδυ εκείνο που δεν εμφανίστηκε…

     Ο πάτρωνας της οκίγιας της, τον είχε βάλει στο μάτι για αρκετό καιρό και εκείνο το βράδυ έστειλε ανθρώπους του να τον απειλήσουν για την ζωή της αγαπημένης του αν εκείνος δεν έκανε πίσω και δεν την άφηνε να κάνει την δουλειά της. Αφού τον χτύπησαν άσχημα τον πήραν μακριά από την πόλη και τον παράτησαν σ’ ένα υπαίθριο μέρος όπου κάποιοι περαστικοί τον βρήκαν και τον μετέφεραν στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Εκείνος, μόλις πήρε εξιτήριο έφυγε μακριά για το καλό της, παρόλα αυτά δεν έπαψε ποτέ να της στέλνει γράμματα. Φυσικά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Αυτό άλλαξε όταν σχεδόν ένα μήνα πριν έλεβε απάντηση από την Ταμάκο - αφού έβλεπε την επιμονή και την αγάπη του για εκείνη - όπου του έλεγε πως η Σούκι είχε εξαφανιστεί ένα χρόνο!

     Η Ταμάκο παρέδωσε το υφασμάτινο δέμα στον Νίκολας που περιείχε τα γράμματα κι εκείνος με την σειρά του πλησίασε και τα άφησε μπροστά στην αιωρούμενη Σούκι η οποία είχε χάσει πια το οργισμένο της ύφος καθότι μια έκφραση απορίας είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο της. Εκείνος γονατισμένος μπροστά της δίχως να έχει κάτι παραπάνω να προσθέσει στα λεγόμενα του, της ζήτησε να τον συγχωρέσει και να σταματήσει να στοιχειώνει το μέρος.

     Η Σούκι ενθυμούμενη την προηγούμενη της ζωή, άρχισε να γίνεται όλο και πιο ανθρώπινη, βγάζοντας από πάνω της αυτή τη ζοφερότητα. Αυτή η αλλαγή της, έλεγε αρκετά! Ευθύς, πλησίασε τον αγαπημένο της και του ζήτησε να ψάξουν να βρουν το σώμα της που βρισκόταν στον βυθό της λίμνης και να της αποδώσουν την απαιτούμενη νεκρώσιμη ακολουθία όπως επίσης και μια τελετή μνήμης στο φεστιβάλ Όμπον (Obon) - όπου διεξαγόταν προς τιμή των νεκρών - του τρέχοντος μήνα.


   Η ψυχή της Σούκι σύντομα αναπαύτηκε και όλα έγιναν ξανά φυσιολογικά. Ο Νίκολας αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο του, παίρνοντας μαζί του λίγες από τις στάχτες της Σούκι… Δύο εβδομάδες αργότερα, η Ταμάκο που συνέχισε να αλληλογραφεί μαζί του, του έστειλε ένα γράμμα όπου του έλεγε κάτι το συγκλονιστικό! Την ίδια μέρα που εκείνος έφυγε από την Ιαπωνία, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς κι ο πάτρωνας της οκίγιας τους…!

Κρυφός παρατηρητής

Κρυφός παρατηρητής

Μου αρέσει να σε κοιτάζω…


Σε βλέπω κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή!

Αυτό που αισθάνομαι για σένα, εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις αφού δεν μπορείς να με δεις όπως εγώ σε βλέπω!

Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε αντίκρισα. Θεέ μου, ήταν μοναδική η αίσθηση!

Τα μάτια σου κατοπτρίστηκαν πάνω στα δικά μου και αμέσως με διαπέρασε ένα δέος… Ξέρω, θα μου πεις πως πάνε χρόνια από τότε που συνέβη αυτό, μα εγώ το θυμάμαι σαν να έγινε μόλις χθες!

Δεν σου κάνω ερωτική εξομολόγηση, αλίμονο, αυτό δεν είναι εφικτό άλλωστε. Απλώς σε θαυμάζω! Με έχει μαγέψει αυτή η ομορφιά σου, η θηλυκότητα σου, αυτά τα γαλαζοπράσινα μάτια σου που όποτε με κοιτάζουν νομίζω πως θα πάθω κάτι, ότι κάποιο μέρος μου θα σπάσει και θα αποκοπεί! Μην σου φαίνεται διόλου παράξενο, έχω κι εγώ συναισθήματα μολονότι πολλοί με θεωρούν αδυσώπητο κριτή!

Εσένα βέβαια ποτέ δεν θα σε παρουσίαζα πουθενά με λάθος τρόπο. Δεν θα μπορούσα, δεν θα μου άρμοζε αυτό!

Για να είμαι ειλικρινής, εκτός από εσένα έχω δει κι άλλες, αυτό οφείλω να το ομολογήσω, δίχως φυσικά αυτό να σημαίνει πως έχω συγκρατήσει κάποιο συναίσθημα για κάποια από αυτές! Καμία δεν σου μοιάζει σε τίποτα και για κανένα λόγο δεν μπορούν να συγκριθούν μαζί σου αφού για μένα είσαι μία και μοναδική!

Το σημαντικότερο για μένα είναι πως υπάρχω στην ζωή σου και αυτό με χαροποιεί! Ακόμα κι όταν βλέπω άλλους να μπαίνουν στην ζωή σου… και στο δωμάτιο σου, δεν με ενοχλεί καθόλου!

Μα ας σωπάσω τώρα πια. Καλύτερα να μείνω να σε κοιτώ που κοιμάσαι τόσο γαλήνια. Σε λίγες ώρες θα φύγεις για την δουλειά σου και η μοναξιά θα στοιχειώσει το μέρος τούτο πάλι…

Εντάξει δεν παραπονιέμαι αφού σχεδόν ολόκληρο το πρωινό σου το περνάς μπροστά μου!

Αν θα μπορούσα να ευχηθώ κάτι, αυτό θα ήταν να γίνω ένα μ’ εσένα.

Εφόσον όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί, τότε ας μείνω για πάντα ο δικός σου προσωπικός καθρέπτης… Να σε κοιτάζω ενώ πάνω μου θα κατοπτρίζεται ολόκληρο το είναι σου, δίχως μια ατέλεια!

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

ΟΤΑΝ Ο ΚΟΡΝΑΡΟΣ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ…

ΟΤΑΝ Ο ΚΟΡΝΑΡΟΣ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ…

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

Στη σκηνή είναι η Αφηγήτρια που προσπαθεί να καρφώσει στον τοίχο ένα καρφί. Αριστερά της βρίσκεται ένα δέντρο και δεξιά της ένας μικρός θάμνος, όπου πίσω του κάθεται ο Κορνάρος αμέριμνος και γράφει ενώ δίπλα του έχει ένα σακίδιο.



ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ένα μονάχα έχω να πω και δεν καρφώνω άλλο,
δεν έχω δει ποτέ ξανά καρφί τόσο μεγάλο!

Πονέσανε τα χέρια μου, τι κάνω για ν’ αργήσω;
Αυτό ήταν πάει, τελείωσε, το έργο τώρα αρχίζω!
(Κοιτάζει τους θεατές) Αγαπημένοι φίλοι μου, να σας καλησπερίσω,
κι αν είστε έτοιμοι κι εσείς μπορώ να ξεκινήσω.
Ακούστε δω πως γράφτηκε μια ερωτική ιστορία 
που λέγετε Ερωτόκριτος κι όχι τ’ Ομήρου η Τροία.
Πίσω από θάμνο κάθονταν κι έγραφε ο Κορνάρος…

Μέσα στην σκηνή μπαίνει με φόρα η Αρέτω και διακόπτει την Αφηγήτρια. Κρατάει μια πινακίδα που όμως δεν βλέπουμε τη γράφει. Την αφήνει δίπλα στη Αφηγήτρια και της χαμογελά.

ΑΡΕΤΩ
Συγχώρα με Αφηγήτρια σ’ έκοψα στον Κορνάρο
άργησα, που προσπάθαγα τ’ άλογο να παρκάρω.

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ένα μονάχα θα σου πω αγαπητή μου Αρέτω,
χάρη σε εμένανε θαρρώ θ’ ανέβει έργο φέτο! 

ΑΡΕΤΩ
Έλα μωρέ τα παραλές κάνε μου τώρα χώρο,
σε λίγο φτάνει ο Έρως μου με ένα ιστιοφόρο…

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ιστιοφόρο;!
Τι λες μαρή Αρέτω μου χαμένα σα να τα έχεις;!

ΑΡΕΤΩ
Hellooo…
Ομοιοκαταληξία έκανα, φύγε και να προσέχεις!

Η Αφηγήτρια βάζει πάνω στο καρφί την πινακίδα που γράφει ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ και φεύγει, ενώ η Αρέτω περιμένει τον Έρω κάτω από το δέντρο. Ο Έρως μπαίνει διακριτικά.

ΕΡΩΣ
Αρέτω; Αρέτω; Σε καλώ!

ΑΡΕΤΩ
Πες μου ποιος είσαι ξένε;

ΕΡΩΣ
Ο Έρως είμαι, μορφονιά.
Χαίρε κυρά μου χαίρε.

ΑΡΕΤΩ
Αχ! Έρωτα μου αγιάτρευτε σε περιμένω χρόνια.
στο δέντρο δω διακρίνεις με που ‘χω γεμίσει χώμα;

ΕΡΩΣ
Αρέτω μου τα μάτια μου τα μάτια σου ζητούνε
κι όπου σταθώ, κι όπου βρεθώ εσένανε θωρούνε!

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
(χωρίς ρίμα) Κλεμένο!

ΑΡΕΤΩ
Εδώ είμαι μάτια μου γλυκά δεν είμαι οφθαλμαπάτη
ας αποδράσουμε μαζί για άλλο μονοπάτι!

ΕΡΩΣ
Ήντα να κάμει ο ζεβντάς που μ’ έχεις τρελαμένο
αφού ότι μου ‘τάξες εψές ακόμη περιμένω…

ΑΡΕΤΩ
Ναι… Σήμερα σου έταξα πως κάτι θα σου δώσω…
Μίλα μου λίγο πρόστυχα πως θέλεις να φουντώσω;

ΕΡΩΣ
Αφού το θέλεις άκου τα Αρέτω μου ν’ ανάψεις
και με του πάθους τη φωτιά να 'ρθεις και να με κάψεις!

ΑΡΕΤΩ
Αχ! Ναι, ναι…

ΕΡΩΣ
Γιάντα να πρέπει ο πειρασμός να 'ναι στην κεφαλή μου
και όλα πάντα ν' αφορούν τον όφι στο βρακί μου;!
Αρέτω μου… Αρέτω μου… άντε ν' αγα…

ΑΡΕΤΩ
Εεεεε!

ΕΡΩΣ
…πηθούμε!
και κάτω απ' τούτο το δεντρί τα μάτια μας να βγούνε!

Ο Έρως με την Αρέτω αρχίζουν να σαλιαρίζουν. Ο Κορνάρος που ακούει τον θόρυβο σηκώνεται να δει τι συμβαίνει και μένει έκπληκτος με το θέαμα. Η Αρέτω τον βλέπει αλλά δεν πτοείται, κάθε άλλο, του κλείνει το μάτι και το απολαμβάνει που τους κοιτάει. Ο Έρως τον παίρνει χαμπάρι και οργίζεται. Ο Κορνάρος παίρνει το σακίδιο του και ετοιμάζεται να φύγει.

ΕΡΩΣ
Μα ήντα γίνετε έπαε ωρέ μάτι μας παίρνεις
και ήντα 'ναι τα συμπράγκαλα στην πλάτη σου που σέρνεις;

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Εγώ… εεε…

ΑΡΕΤΩ

Άφησε τον αγάπη μου, περαστικός θα είναι
σου το διαβεβαιώνω εγώ μείνε κοντά μου… Μείνε!

ΕΡΩΣ
Πες όνομα, επώνυμο, πατέρα και μητέρα
ταυτότητα και δίπλωμα μη βγάλω την μαχαίρα!!!

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
(Τρομοκρατημένος) Εεε…

ΑΡΕΤΩ
Μα ήντα του λες του κοπελιού και ψάχνεις και αιτία;
Έρω μου το κατάλαβες πως είπες μια βλακεία;;;

ΕΡΩΣ
Σωστά!
Ας την ξεχάσουμε λοιπόν ξένε μου τη βλακεία. 
Πες ποιος είσαι ετουλόγου σου και ποια η ιστορία;

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Βιτσέντζος ετουλόγου μου αυτό 'ναι το όνομα μου
Κορνάρος το επώνυμο το πήρα απ' τον μπαμπά μου!

ΕΡΩΣ
Βρε τον Βίντσ..ενν.. τον' απαυτόν, μας έπαιρνε και μάτι…
Ήσουνα δα περαστικός; Μολόγα, πες μου κάτι…

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Ένας γραφέας είμαι εγώ τον λόγο μου να δώσω, 
Γράφω λογής διηγήματα που θέλω να εκδώσω…

ΑΡΕΤΩ
Ξέρουμε, ξέρουμε!

ΕΡΩΣ
Δεν με γελούν τα λόγια σου κύριε συγγραφέα, 
όσο κι αν παρουσίασες τα ψέματα σου ωραία!

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Μα την αλήθεια λέω σου πρέπει να με πιστέψεις
'δω ήμουνα περαστικός μην μπαίνεις σ' άλλες σκέψεις!

ΕΡΩΣ
Ξανοίγεις με που σε θωρώ;

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
(στην Αρέτω, παραξενεμένος) Τι είπε;

ΑΡΕΤΩ
Αν τον βλέπεις όπως σε κοιτά!

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Αγαπημένε Κρητικέ, σε βλέπω με κοιτάζεις 
για κόψε το στυλάκι αυτό, να ξέρεις με τρομάζεις!

ΕΡΩΣ
Μολόγησε μου κερατά τι 'θελες έπαε πέρα; 
Μη μ’ αναγκάσεις τελικά να βγάλω την μαχαίρα!

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Φίλε τι θέλεις να σου πω ώστε να με πιστέψεις
στο είπα μια και δυο και τρεις, μπορείς να το χωνέψεις;

ΕΡΩΣ
Θαρρώ πως θάρρος πήραμε “κύριε” περαστικέ μας…

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ (OFF)
…Κι εσύ το παρατράβηξες ,κάν' τουμπεκί, δικέ μας! 

Όλοι ξαφνιάζονται με την αφηγήτρια και κοιτάζουν γύρω τους.

ΑΡΕΤΩ
Δίκιο έχει Έρω μου η φωνή ας βρούμε μία λύση,
άφησε πια τον άνθρωπο λιγάκι να μιλήσει!

ΕΡΩΣ
Ας είναι αγαπημένη μου… περαστικέ σ' ακούμε!
Και που είσαι Αφηγήτρια, στο τέλος θα τα πούμε!

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Δεν φταίτε εσείς, ούτε κι εγώ μα κάντε μου την χάρη,
και πείτε μου τι θέλετε πριν απ' το πετεινάρι…

ΑΡΕΤΩ
Κοίτα, επειδή αφήσαμε και μια δουλειά στην μέση
κάνε μας μια αφιέρωση κι αυτό θα μας αρκέσει!

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Αυτό θα είναι δύσκολο, ζητήστε άλλη χάρη
μιας και που είστε ταιριαστό κι αγαπητό ζευγάρι.

ΑΡΕΤΩ
Αυτό δεν είναι δύσκολο για ένα συγγραφέα 
γιατί είμαι πάντα σίγουρη πως θα 'χεις κάποια ιδέα!

Η Αρέτω του δείχνει τον Έρω ο οποίος τον κοιτάει με προσοχή.

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Μμμμ… Τώρα που το θυμήθηκα, κάτι μπορώ να γράψω…
μου δίνετε το ελεύθερο στον θάμνο να αράξω;
Μια ιστορία θα 'γραφα για δύο ερωτευμένους
η μοίρα όμως τους ποθεί συνέχεια χωρισμένους!

ΑΡΕΤΩ
Έρω μου πως σου φαίνεται ετούτη η ιδέα;
Την Ευρυδίκη κάνω εγώ κι εσύ βρε τον Ορφέα!

ΕΡΩΣ
Πολύ καλό μου ακούγετε εγώ όμως θέλω πράξεις, 
γι' αυτό τα λόγια άσε τα και άμε να την γράψεις!

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Ο Έρως είπαμε είσαι εσύ κι Αρέτω λένε εκείνη… 
Ω! Ο νους μου έπεσε ευθύς σε μια μεγάλη δίνη!
Ας πούμε Ερωτόκριτος θα είναι τ' όνομα του 
και θέλω… Αρετούσα αυτήν...

ΑΡΕΤΩ
ΑΥΤΗΝ;;;

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
…να λένε την δικιά του…
Τα βρήκα τα ψευδώνυμα, η συγγραφή μου μένει!
Πάω να πιω ένα κρασί κι άστο να περιμένει…

Ο Κορνάρος με ελαφρύ βηματισμός πηγαίνει προς την έξοδο όμως ο Έρως που τον βλέπει τον σταματάει.

ΕΡΩΣ
Ο θάμνος είναι από δω καλέ μας συγγραφέα
λέμε να μείνουμε εδώ να 'χεις λίγη παρέα…

Ο Κορνάρος επιστρέφει διστακτικά προς το θάμνο.

ΑΡΕΤΩ
Γιατί να φύγεις πήγαινες δίχως να μας πεις πράμα;
Να στείλεις μήπως σκέφτηκες τα νέα σου με γράμμα;

ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Όχι...
Απλά συλλογιζόμουν… Σκέψεις βάζω σε τάξη 
κι ευθύς σε εσάς θα ερχόμουνα, για να μου πείτε «εντάξει»!
Θα γίνετε πολύ γνωστοί όλοι θα σας διαβάζουν 
κι από τα μάτια ολονών δάκρυα θα στάζουν… 
Το Έργο Ερωτόκριτος κανείς δε θα το φτάσει
και όλα τα ταμεία μας, σας λέω, θα τα σπάσει!
Θα γίνετε διάσημοι σ’ ετούτη εδώ την χώρα…

ΕΡΩΣ
…μας έπεισες ρέ σύντεκνε, δυναμικά προχώρα!

Ο Έρως με τον Κορνάρο δίνουν τα χέρια. Η Αφηγήτρια μπαίνει στην σκηνή. Όλοι παίρνουν της ανάλογες θέσεις τους, ο Έρως και η Αρέτω στο δέντρο και ο Κορνάρος στον θάμνο.

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Τα χέρια ευθύς έδωσανε σαν να ‘ταν παλιοί φίλοι
και του θυμού πια έσβησε το φοβερό φυτίλι.
Κάπως έτσι εγράφτηκε τούτη εδώ η ιστορία
που λέγετε Ερωτόκριτος κι έγινε επιτυχία.
Αν όμως δεν σας πείσαμε, φίλοι αγαπημένοι
φταίει που παραγωγή ήτανε κουμπωμένη!

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
Άμα κατέβω κάτω, και σου ξεκουμπώσω καμία ανάστροφη, θα σου πω εγώ!

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Το τέλος έφθασε λοιπόν ευθύς σας χαιρετάμε
και με περίσσια ενέργεια για το φινάλε πάμε...


Όλοι μένουν ακίνητοι ενώ το φως σβήνει αργά. Μπαίνει κρητική μουσική.


ΤΕΛΟΣ


Το ξε-στυλό.

"Το ξε-στυλό" 

Κάποτε ήταν ένα κορίτσι, η Μπιάνκα, που της άρεσε να γράφει παραμύθια. Είχε πάντοτε έμπνευση και δεν της ήταν καθόλου δύσκολο να σκαρφιστεί οποιοδήποτε παραμύθι ανά πάσα στιγμή και να το διηγηθεί στα παιδιά της γειτονιάς, τα οποία την αγαπούσαν. Όνειρο της ήταν πάντοτε τα παραμύθια που έγραφε, να μπορέσουν να πάρουν ζωή και να γίνουν πραγματικότητα, μα αυτό ήταν αδύνατο, αφού σύμφωνα με το μεγαλύτερο αδερφό της, τον Λίο, δεν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο…

Κάποιο βράδυ εκεί που καθόταν δίπλα στο παράθυρο της και έγραφε, παρατήρησε περίεργες λάμψεις να πέφτουν από τον ουρανό. Ήταν πεφταστέρια! Πριν προλάβει να πάρει τα μάτια της από τον ουρανό, ένα τελευταίο αστέρι, έλαμψε με όλη του την δύναμη, κι ύστερα εκτοξεύθηκε στην άλλη άκρη του ουρανού σαν βεγγαλικό! Η Μπιάνκα βρήκε την ευκαιρία της και ευχήθηκε:

«Εύχομαι τα παραμύθια μου να έπαιρναν ζωή!»

Χαμογέλασε γλυκά σαν να κατάλαβε πως η ευχή της εισακούστηκε, κι έπειτα έπεσε στο ζεστό της κρεβατάκι.

Την επομένη, η Μπιάνκα ξύπνησε μέσα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι και αυτό την ανησύχησε πολύ! Βρισκόταν μέσα σ’ένα παραμύθι που ναι μεν είχε γράψει η ίδια αλλά δεν θυμόταν το τέλος… Θυμόταν πως μια μοχθηρή βασίλισσα ήθελε όλες τις όμορφες κοπέλες νεκρές, για να μην μπορέσει ποτέ καμιά να παντρευτεί το βασιλόπουλο του διπλανού χωριού, και η Μπιάνκα δυστυχώς ήταν μια από αυτές! Ενθυμούμενη τι επρόκειτο να συμβεί, άρχισε να κλαίει από την αγωνία της, και να προσεύχεται για βοήθεια. Αμέσως μια φωτεινή παρουσία σε μορφή αγγέλου ήρθε να της δώσει ελπίδα!

«Με ξέχασες κιόλας Μπιάνκα;!»
«Ποιος είσαι;»
«Ο φύλακας Άγγελός σου… εσύ μου έδωσες φτερά μέσα σε ετούτη την ιστορία, και τώρα ήρθα για να σε βοηθήσω!»
«Μα πώς…; Πώς γίνεται;»
«Όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν τον κόσμο αρκεί να το πιστεύεις! Ο αδερφός σου έκανε λάθος όμως, και τώρα το πληρώνει, δυστυχώς…»

Η Μπιάνκα σηκώθηκε ανήσυχη και πλησίασε τον ολόλαμπρο άγγελο της ο οποίος έκπεμπε μια απερίγραπτη θέρμη, η οποία την μούδιαζε ολόκληρη. Τον κοίταξε στα μάτια μα εκείνος απλά της χαμογέλασε.

«Τι έπαθε ο αδερφός μου; Που είναι;»
«Οι άπιστοι βρίσκονται στο κελί των μελλοθανάτων!!!»
«Στο κελί… Θεέ μου τι έκανα; Ο αδερφός μου...»
«Μην ανησυχείς! Γι’ αυτό είμαι εδώ, για να σου δώσω αυτό!»

Ο φύλακας Άγγελος της, αμέσως έβγαλε μέσα από τις πελώριες φτερούγες του ένα στυλό που έδειχνε να έχει μέσα όλα τα χρώματα τις ίριδος και το έδωσε στην Μπιάνκα.

«Ένα στυλό; Πώς θα με βοηθήσει ένα στυλό καλέ μου Άγγελε; Δεν έχω τώρα μυαλό να γράψω…»
«Αυτό δεν είναι ένα απλό στυλό Μπιάνκα, για την ακρίβεια δεν είναι καν στυλό, είναι ξε-στυλό!!! Με αυτό δεν γράφεις αλλά ξεγράφεις όσα έχεις γράψει…»

Η Μπιάνκα το κοίταξε τρομοκρατημένη και ευθύς κάλυψε το πρόσωπο της με τα καταγάλανα χεράκια της για να μην φανούν τα δάκρυα της.

«Μα δεν θέλω να ξεγράψω τίποτα!»
«Όλα έρχονται με ένα τίμημα καλή μου! Για να σώσεις τον αδερφό σου και να επανέλθετε στην πραγματικότητα, πρέπει πρώτα να ξεγράψεις αυτή την ιστορία…»

Ο Άγγελος της έδωσε ένα βιβλίο. Ήταν το βιβλίο με τις ιστορίες της! Τις έκανε νόημα να το ανοίξει, μα εκείνη το κοίταζε με μεγάλο δισταγμό. Το τρεμάμενο χέρι της άνοιξε το εξώφυλλο του βιβλίου, και με αργές κινήσεις, έφτασε στο παραμύθι που είχε γράψει ως τώρα. Κοίταξε τον Άγγελο της με δάκρυα πικρά να κατηφορίζουν από τα πανέμορφα μάτια της, μα εκείνος για μια ακόμη φορά της χαμογέλασε και με ένα πέρασμα του ζεστού χεριού του, τα εξαφάνισε.

«…κι εσύ καλέ μου Άγγελε; Θα χαθείς κι εσύ;!»
«Θα είμαι πάντα μέσα σου…», της είπε με φωνή απαλή, «Εξάλλου δεν είμαι αποκύημα της φαντασίας σου, είμαι αληθινός!»

Λέγοντας αυτά τα λόγια, της χάρισε ένα τελευταίο γλυκό χαμόγελο και αμέσως χάθηκε μέσα σε μια εκθαμβωτική λάμψη.

«Όλα έρχονται μ’ ένα τίμημα λοιπόν…» μουρμούρισε τα λόγια του Αγγέλου και με όση περίσσια ψυχική δύναμη της είχε απομείνει, άπλωσε το ξεστυλό μέσα στις γραμμένες σελίδες του βιβλίου, κι αυτές ευθύς εξαφανίστηκαν!

Η Μπιάνκα βρέθηκε στο κρεβάτι της και σαν από όνειρο, πετάχτηκε μονομιάς όρθια! Δεν μπορούσε να καταλάβει αν όλο αυτό που είχε ζήσει ήταν στην φαντασία της ή πραγματικότητα. Η πόρτα άνοιξε και ο Λίο μπήκε μέσα με σκυμμένο το κεφάλι, την πλησίασε και κάθισε στο κρεβάτι.

«Σου οφείλω μια μεγάλη συγγνώμη κι ένα πελώριο ευχαριστώ Μπιάνκα!»

Εκείνη τον κοίταξε απορημένη και παρατήρησε πως στο χέρι του κρατούσε ένα λεπτό περιτύλιγμα.

«Τι θες να πεις Λίο;»
«Μου έμαθες να βλέπω με τα μάτια της ψυχής… κι εγώ ο ανόητος προσπάθησα να σου κόψω τα φτερά για το ταξίδι της φαντασίας!»

Ο Λίο της έδωσε το λεπτό περιτύλιγμα κι εκείνη το πήρε προσεκτικά στα χέρια της. Το άνοιξε και έκπληκτη είδε το ξεστυλό να λάμπει μπροστά στα μάτια της.

«Δεν ήταν όνειρο…;»
«Όχι δεν ήταν! Η ευχή σου βγήκε αληθινή…»

Τα δύο αδέρφια συγκινημένα από την απίστευτη εμπειρία που έζησαν στον κόσμο της φαντασίας, κοιτάζονταν μεταξύ τους με ανάμικτα συναισθήματα, μη μπορώντας να κατανοήσουν πως μια ευχή κι ένα ξεστυλό μπόρεσαν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά! Ο Λίο την αγκάλιασε και συγχρόνως της έδωσε το βιβλίο που έγραφε τα παραμύθια της.

«Συνέχισε να γράφεις αδερφούλα μου, τα παραμύθια σου έχουν ζωή… κι αν κάτι πάει στραβά, έχεις το ξε-στυλό για το διορθώσεις…»


Η Μπιάνκα του χάρισε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο, πήρε αγκαλιά το βιβλίο της και μαζί κάθισαν να απολαύσουν την μαγική ανατολή του ήλιου που έμοιαζε να είναι βγαλμένη από κάποιο παραμυθένιο μέρος…

Ο Βάτραχος.

"Ο βάτραχος"

Βάτραχε μακροπόδαρε, αδέξιε ακροβάτη
μέσα στην νύχτα τριγυρνάς σαν άλλο υπνοβάτη...

Πηδάς σαν ελατήριο σε νούφαρα και βράχους
και σαν κοάζεις ακούγεσαι σ’ όλους τους γύρω βάλτους.


Έχεις μια γλώσσα τόση δα, και στόμα που σαν ανοίγει
η νύχτα θέλει από ντροπή γοργά-γοργά να φύγει.

Τα μάτια δεκατέσσερα, ορθάνοιχτα, μεγάλα
βλέπουν και μες την σκοτεινή του δέντρου την κουφάλα!

Καταβροχθίζεις ότι βρεις κι έχεις κοιλιά μεγάλη
που σου καλύπτει τον λαιμό έως και το κεφάλι.

Άμυαλε χωρατατζή, δεν είναι ιδεώδες
που σαν τον γυμνοσάλιαγκα είσαι κι εσύ γλοιώδες.
Κι όταν ντραπείς και εκτεθείς, χρώματα αλλάζεις
χάνεσαι απ’ τα βλέμματα και σκας πια να κοάζεις.

Δεν λέω, είναι όμορφα ν’ ακούγεσαι τα βράδια
σε λίμνες, βάλτους, ποταμούς και σε βαθιά πηγάδια,
μα γίνεσαι παράφωνος, δεν είσαι Παβαρότι,
κι όταν μεθάς, εκεί να δεις τραγούδια, μολονότι,
δεν ξέρεις ούτε αγγλικά and this is such a pain
μα παραδόξως ακούγεται, I’m singing in the rain!!!

Βρέχει δεν βρέχει, βάτραχε, σαν τον τρελό γυρίζεις
κοάζεις και χοροπηδάς, σταμάτα! Μας ζαλίζεις!!!

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Το Θαύμα μου.



"Το Θαύμα μου"


Το φως του φεγγαριού αντανακλούσε στα ήρεμα νερά της θάλασσας. Στεκόμουν πολύ ώρα εκεί, μόνος στην αρκετά οικεία και φιλόξενη αμμουδιά, στην αμμουδιά εκείνη όπου κάποτε έκανα όνειρα μαζί σου. Δεν κρατήθηκα όμως και αμέσως το πρώτο δάκρυ κύλισε από τα βουρκωμένα μου μάτια. 
Το φεγγάρι από ψηλά, είδε το δάκρυ μου να γίνεται ένα με τα γαλήνια νερά της θάλασσας και το λαμπρό παιχνίδισμα του πάγωσε μέσα στην ατέλειωτη, νοσταλγική αυτή νύχτα όπου όλα θύμιζαν εσένα. Έκανε για λίγο να κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο περαστικό, το οποίο σαν άλλος νυχτερινός ταξιδιώτης εμφανίστηκε στον σκοτεινό ουρανό, όμως δεν τα κατάφερε. Ήξερα πως βρισκόταν εκεί. Μπορεί για λίγο να είχε χαθεί, πάραυτα η παρουσία του ήταν αισθητή, όπως ήταν κάποτε και η δική σου...
Ασάλευτο και χλωμό το φεγγάρι, έμεινε να κοιτάει τα δακρυσμένα μάτια μου να χάνονται σ' ένα πέλαγος πόνου και πίκρας. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που εγώ και εσύ αγναντεύαμε μαζί το φεγγάρι. Πόσο μπορεί να μας έχει πεθυμήσει;
Αν μπορούσε να μιλήσει, θα μας θύμιζε ξανά όλα εκείνα που χάθηκαν σε μια στιγμή μέσα στο θολό μας παρόν…Άδειοι λογισμοί. Σκέψεις που μοιάζουν να έχουν χάσει το κάθε τους νόημα… Τώρα είμαι εδώ, μόνος, να κοιτάζω το λαμπρό του φωτοστέφανο και να κάνω όνειρα κενά.Ένα θαύμα μονάχα θα μπορούσε να σε φέρει κοντά μου.Έπαψα όμως να πιστεύω σ' αυτά όταν το θαύμα το δικό μου χάθηκε μες την ματαιοδοξία του κόσμου. Το μόνο που έχει μείνει πια από την σκονισμένη σου παρουσία, είναι μια σκιά. Μια σκιά που απεγνωσμένα προσπαθεί να πάρει την μορφή σου, καταδιώκοντας και στοιχειώνοντας τις μέρες μου, τα βράδια μου και το κάθε βήμα που κάνω…Είχα μείνει ώρα αρκετή να κοιτάζω τα απαστράπτουσα νερά της θάλασσας, κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις. Τότε παρατήρησα πως τ’ άστρα άρχισαν να πλησιάζουν το ολόγιομο φεγγάρι όλο και πιο πολύ. Το φωτοστέφανο του μεμιάς μεταμορφώθηκε σ’ ένα υπέρλαμπρο στέμμα και ευθύς κάθε γωνιά στη γη αλλά και στον ουρανό φωτίστηκε.Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη αφού συνέβη ακόμη κάτι πιο απίθανο!Όλοι οι ουράνιοι φωστήρες με ένα απίστευτα καταπληκτικό ρυθμό, ράντιζαν την μαγική τους αστερόσκονη πάνω από το φεγγάρι με τρόπο τέτοιο, όπου μια αλλόκοσμη ερωτική μελωδία, άρχισε να απλώνετε γύρω μου. Αδυνατούσα να πιστέψω πως μπροστά μου συνέβαινε ένα Θαύμα, ξανά.Η πανέμορφη Σελήνη είχε πάρει την μορφή σου...Δεν ήταν κάποια ψευδαίσθηση, ήσουν αληθινά εσύ και βρισκόσουν εδώ, κοντά μου.
Έτσι, εντελώς απρόσμενα σε είδα να κατεβαίνεις την ιριδίζουσα σκάλα του ουρανού ενώ ένα εκθαμβωτικό πέπλο από έκπτωτους κομήτες την κάλυπταν ομοιόμορφα. Έμεινα να σε κοιτάζω εκστασιασμένος ενώ τα δάκρυα μου πλήθυναν από δέος!
Με πλησίασες με νάζι και δίχως δισταγμό μου χάρισες αυτό που λαχταρούσα περισσότερο... ένα σου φιλί.Όλο μου το παρελθόν, είχε μόλις πάρει την θέση του στο μουντό και κρύο μου παρόν, κάνοντας το πια να φαντάζει με όνειρο πανέμορφο, βγαλμένο από κάποια ουτοπία.Τα πάντα είχαν αλλάξει...Ο ουρανός έβγαλε αργά τον ζοφερό μανδύα από πάνω του, τα άστρα χαμήλωσαν την λάμψη τους και το φως της καινούριας μέρας άρχισε απαλά να χαϊδεύει το πέπλο του ορίζοντα. Ο ήλιος βγήκε δειλά πίσω από τους μικρούς λόφους και αγουροξυπνημένος όπως ήταν μου χαμογέλασε.Το πρόσωπο σου φωτίστηκε. Γύρισα και σε κοίταξα που είχες χωθεί στην αγκαλιά μου και δίχως δεύτερη σκέψη έγειρα και ακούμπησα πάνω σου απαλά. Η νύχτα στον πηγαιμό της δεν σε πήρε μαζί της ενώ η μέρα στον ερχομό της σε διαδέχτηκε ως ένα της καινούριο απόκτημα...Αν μου ζητούσαν να επιλέξω ανάμεσα σε εσένα και την Αιωνιότητα, θα επέλεγα το πρώτο. Καμιά αιωνιότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με το δικό μου Θαύμα...